νάκη: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(Autenrieth)
(26)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[hairy]] [[skin]]; αἰγός, Od. 14.530†.
|auten=[[hairy]] [[skin]]; αἰγός, Od. 14.530†.
}}
{{grml
|mltxt=[[νάκη]], ἡ (Α)<br />δασύμαλλο [[δέρμα]], [[ιδίως]] αίγας ή προβάτου, [[προβιά]] («περιεβέβληντο αἰγῶν νάκας καὶ προβάτων», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Τής ίδιας πιθ. ετυμολ. οικογένειας με το αγγλοσαξ. <i>noesc</i> «μαλακό [[δέρμα]]» και το αρχ. πρωσ. <i>nognan</i> «[[δέρμα]]» από ΙΕ ρ. <i>nak</i>-<i>s</i>-. Δεν φαίνεται, αντίθετα, πιθανή η σύνδεσή του με το [[νάσσω]] «[[συμπιέζω]]». Το [[ζεύγος]] τών παράλλ. τ. [[νάκος]] / [[νάκη]] ανάλογο τών [[νάπος]] / [[νάπη]], [[βλάβος]] / [[βλάβη]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάκη Medium diacritics: νάκη Low diacritics: νάκη Capitals: ΝΑΚΗ
Transliteration A: nákē Transliteration B: nakē Transliteration C: naki Beta Code: na/kh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A woolly or hairy skin, ἂν δὲ νάκην ἕλετ' αἰγός Od.14.530; also of sheep, Lyc.1310; αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Paus.4.11.3. (Cf. OE. næsc 'leather'.)

German (Pape)

[Seite 228] ἡ, wolliges Fell, Vließ, bes. der Ziege, Od. 14, 530, u. des Schaafes, vgl. das bes. bei Sp. gebräuchlichere νάκος; E. M. unterscheidet νάκη als Ziegenfell von κώδιον, Schaaffell.

Greek (Liddell-Scott)

νάκη: [ᾰ], ἡ, δέρμα δασύμαλλον, ἂν δὲ νάκην ἕλετ’ αἰγὸς Ὀδ. Ξ. 530· ὡσαύτως προβάτου, Λυκόφρων 1310· αἰγῶν νάκαι καὶ προβάτων Παυσ. 4. 11, 3. Πρβλ. νάκος.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
c. νάκος.
2ῶν (τά) :
pl. de νάκος.

English (Autenrieth)

hairy skin; αἰγός, Od. 14.530†.

Greek Monolingual

νάκη, ἡ (Α)
δασύμαλλο δέρμα, ιδίως αίγας ή προβάτου, προβιά («περιεβέβληντο αἰγῶν νάκας καὶ προβάτων», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τής ίδιας πιθ. ετυμολ. οικογένειας με το αγγλοσαξ. noesc «μαλακό δέρμα» και το αρχ. πρωσ. nognan «δέρμα» από ΙΕ ρ. nak-s-. Δεν φαίνεται, αντίθετα, πιθανή η σύνδεσή του με το νάσσω «συμπιέζω». Το ζεύγος τών παράλλ. τ. νάκος / νάκη ανάλογο τών νάπος / νάπη, βλάβος / βλάβη.