σπάργανον: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>σπάργᾰνον</b><br /> <b>1</b>swaddling [[clothes]] “[[τοί]] μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων [[ἄπο]] ποικίλον [σπά] ργανον ἔρριψεν (sc. [[Ἡρακλέης]]) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193. | |sltr=<b>σπάργᾰνον</b><br /> <b>1</b> swaddling [[clothes]] “[[τοί]] μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων [[ἄπο]] ποικίλον [σπά] ργανον ἔρριψεν (sc. [[Ἡρακλέης]]) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
τό, (σπάργω)
A band for swathing infants, ib.151,306, Pi.N.1.38: mostly in pl., swaddling-clothes, h.Merc.237, Pi.P.4.114; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις A.Ch.755, cf. 529,759, Ag. 1606; εἰς σπάργανά μ' αὐτὸς ἔθηκεν Epigr.Gr.314.6 (Smyrna, iii A.D.); ἐκ πρώτων σ. ab incunabulis, S.E.M.1.41; τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ σ. a mean origin, Hdn.7.1.2:—hence, 2 in Trag. and Com., objects left with an exposed child, the marks by which a person's true birth and family are identified (Lat. crepundia, monumenta), S.OT1035, Men.Pk.15, Donat. ad Ter.Eun.753; so prob. τούτου (sc. τοῦ Τηλέφου) δὸς . . μοι τὰ σ. Ar.Ach.431. II a plant,= ὠκιμοειδές, f.l. for σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 917] τό, Windel, für kleine Kinder; H. h. Merc. 151. 237; Pind. N. 1, 38 P. 4, 114; συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις, Aesch. Ag. 1588, vgl. Ch. 522; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, 744; Soph. O. R. 1035, ebenfalls im plur., wie Eur. immer; ἀπὸ νηπιότητος καὶ ἐκ πρώτων σπαργάνων, S. Emp. adv. math. 41; bei Ar. Ach. 406 = Lumpen.
Greek (Liddell-Scott)
σπάργανον: τό, (σπάργω) ταινία μακρὰ καὶ πλατεῖα ἐν ᾖ περιτυλίσσονται τὰ νήπια, «φασκιά», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 151, 306, Πινδ. Ν. 1. 58· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σπάργανα, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, Πινδ. Π. 4. 202· παῖς ἔτ’ ὢν ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Χο. 755, πρβλ. 529, 759, Ἀγ. 1606· εἰς σπάργανά μ’ αὐτὸς ἔθηκεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 314. 6· ἐκ πρώτων σπ., ab incunaburis, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41· τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπ., καταγωγὴ ταπεινή, Ἡρῳδιαν. 7. 1· - ἐντεῦθεν, 2) παρὰ τοῖς Τραγικ., πᾶν ὅ,τι ἀναμιμνήσκει τινὰ τὴν παιδικήν του ἡλικίαν, τὰ σημεῖα ἐξ ὧν φαίνεται καὶ ἐξακριβοῦται ἡ καταγωγή τινος καὶ οἰκογένεια, Λατ. monumenta, crepundia, πρβλ. Brunck εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1035, Donat. Terent Eun. 4. 6, 15· ἴσως τῆς χρήσεως ταύτης γίνεται ὑπαινιγμὸς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 431, τούτου (ἐξυπακ. τοῦ Τηλέφου) δὸς ... μοι τὰ σπ. ΙΙ. φυτόν τι, = ὠκιμοειδές, ἴδε Διοσκ. 4. 28.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lange pour les enfants.
Étymologie: DELG apparenté à σπεῖρα, σπάρτον.
English (Slater)
σπάργᾰνον
1 swaddling clothes “τοί μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων ἄπο ποικίλον [σπά] ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.