στυγερός: Difference between revisions
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[στυγέω]]): [[abominable]], [[hateful]], [[hated]]. | |auten=([[στυγέω]]): [[abominable]], [[hateful]], [[hated]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, poet. Adj.
A hated, abominated, loathed, or hateful, abominable, loathsome, freq. in Ep. and Trag., both of persons and things; σ. Ἀΐδης Il.8.368; Ἐρινῦς Od.2.135; δαίμων, πόλεμος, γάμος, πένθος, etc., 5.396, Il.4.240, Od.1.249, Il.22.483, etc.; μοῖρα, μοῦσα, A.Pers.909 (anap.), Eu.308 (anap.); γᾶ S.Ph.1175 (lyr.); μάτηρ E.Med.113 (anap.); τυραννίη Xenoph.3.2: c. dat., hateful to one, Il. 14.158; λάθα Πιερίσι σ. S.Fr.568 (lyr.). 2 hateful, wretched, βίος Id.Tr.1017 (s. v.l., lyr.); σ. πάθεα, σ. ἐγώ, Ar.Ach.1191, 1208 (paratrag.); πλοῦτος . . θνᾴσκοντι -ώτατος Pi.O.10(11).90. II Adv. -ρῶς to one's sorrow, miserably, Il.16.723, Od.23.23, S.Ph.166 (lyr., nisi leg. σμυγερῶς).
German (Pape)
[Seite 958] verhaßt, abscheulich, entsetzlich, übh. fürchterlich, sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet, wie Ἅιδης, Il. 8, 368, στ υγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, Od. 5, 396, πόλεμος, Il. 4, 240, γάμος, Od. 18. 272 u. öfter. γῆρας, Il. 19, 836; πένθος, 22. 483. κλαυθμός, Od. 17, 8; πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, 12, 341, alle Todesarten sind ihnen schrecklich; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ, Il. 14, 158, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; adv., τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι, Od. 23, 23, u. öfter; πλοῦτος στυγερώτατος θνάσκοντι, Pind. Ol. 11, 90; μοῖρα, Aesch. Pers. 873; στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης, Ch. 1002, u. öfter; τὰν ἐμοὶ στυγερὰν Τρῳάδα γαῖαν, Soph. Phil. 1159; ὅπλα, Ai. 1173; unglücklich, Phil. 166; δουλοσύναν στυγεράν, Eur. Andr. 110; νόσοι, Phipp. 177, u. öfter; πάθος, Ar. Ach. 1154. 1168; sp. D. : ὀδύνα, Mel. 6 (XII, 49); φροντίς, πένθος, Ep. ad. 116 b 656 (VI, 48. VII, 328), u. sonst in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
στῠγερός: -ά, -όν, (στυγέω) ποιητ. ἐπίθ., μεμισημένος, ἐβδελυγμένος, ἢ μισητός, βδελυκτός, συχν. παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ., ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, στ. Ἄιδης Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Β. 135· δαίμων, πόλεμος, γάμος, πένθος, κτλ., Ὀδ. Ε. 396, Ἰλ. Δ. 240, κτλ.· μοῖρα, μοῦσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 909, Εὐμ. 308· γαῖα Σοφ. Φιλ. 1174· μάτηρ Εὐρ. Μήδ. 113. - ματὰ δοτ., πλήρης μίσους κατὰ τινος, στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ , ἦτο πλήρης μίσους κατ’ αὐτοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ, Ἰλ. Ξ. 158· ἀλλά, λάθα Πιερίσι στ., μισητὴ εἰς αὐτούς, Σοφ. Ἀποσπ. 146. 2) μεμισημένος, μισητός, ἄθλιος, ἐλεεινός, βίος ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1016· στ. πάθεα, στ. ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1191, 1207 (πιθανῶς παρῳδία)· πλοῦτος… θνάσκοντι στυγερώτατος Πινδ. Ο. 11 (10). 108. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, πρὸς λύπην τινός, ἀθλίως, Ἰλ. Π. 723, Ὀδ. Ψ. 23, Σοφ. Φιλ. 166. - Παρ’ Ἡσύχ. «στυγηρὸς» διάφ. γραφ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
haïssable, odieux ; horrible, affreux, terrible.
Étymologie: στύγος.
English (Autenrieth)
(στυγέω): abominable, hateful, hated.