μήποτε: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see μή and [[ποτέ]], [[πού]], πώ, [[πώς]].
|auten=see μή and [[ποτέ]], [[πού]], πώ, [[πώς]].
}}
{{Slater
|sltr=[[μήποτε]] (v. μή, ποτε.) c. impv., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[never]] Παιὰν δὲ [[μήποτε]] λείποι Πα. 2. 36, 72, 108.
}}
}}

Revision as of 14:39, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήποτε Medium diacritics: μήποτε Low diacritics: μήποτε Capitals: ΜΗΠΟΤΕ
Transliteration A: mḗpote Transliteration B: mēpote Transliteration C: mipote Beta Code: mh/pote

English (LSJ)

or μή ποτε, Ion. μή κοτε (v. infr. 11):    I as Adv. never, on no account, after ὡς, A.Pr.205, Eu.882; after εἰ, Id.Ch.182, etc.: c. inf., Id.Eu.977, Supp.617; esp. in oaths, never, ὀμοῦμαι, μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι Il.9.133, 275; ἐπεκέκλετ' Ἐρινῦς, μή ποτε . . ἐφέσσεσθαι ib.455; in aposiopesis, ἢ μήπορ' ἆρ' . . Men.Sam.97: in orat. obliq., Hes.Op.86.    2 in prohibition or warning, with aor. subj., μή ποτε καὶ σὺ . . ὀλέσσῃς Od.19.81, etc.: with inf. for imper., 11.441.    3 in later Gr., perhaps, Arist.EN1172a33, LXX Ge.24.5, Aristeas 15, Ph.1.13, Arr.Epict.3.22.80, Plu.2.106d, A.D.Pron.18.4.    II as Conj., lest ever, αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν... μή ποτέ τις εἴπῃσι Od.21.324, al.; οὐδαμὰ ἐλπίσας μή κοτε ἄρα . . ἐλάσῃ Hdt.1.77, cf. 8.53.

German (Pape)

[Seite 176] niemals, daß nicht einmal, daß niemals, daß doch nie, in allen Vrbdgn, welche bei μή aufgeführt sind (vgl. οῦποτε); τῷ νῦν μήποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς ἀγλαΐην, Od. 19, 81; ὀμοῦμαι μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι, Il. 9, 133. 275; c. inf. fut., 9, 455. 19, 128; εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί, Aesch. Ch. 180; μήποτ' ἐν πόλει στάσιν τᾷδ' ἐπεύχομαι βρέμειν, Eum. 933; auch εἰσελθέτω σε μήποτε, Prom. 1004; μήποτε μήποτέ μ' εὐνάτειραν ἴδοισθε πέλουσαν, 896; εἴθε μήποτε γνοίης, o möchtest du doch niemals erkennen, Soph. O. R. 1068; ἣν μήποτ' ἐγὼ προσιδεῖν ὁ τάλας ὤφελον ὄσσοις, Trach. 993; auch getrennt geschrieben u. mit einem dazwischen tretenden Worte, μὴ δόξῃς ποτέ, Ant. 758; τὸ μήποτε κινδυνεῦσαι, Plat. Rep. V, 467 b; ὅπως μήποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ, Xen. An. 1, 1, 4, öfter. – Bei Arist. eth. 10, 1 u. bes. bei den Gramm. bedeutet es geradezu »vielleicht«, eigtl. wie nescio an, ich weiß nicht, ob nicht einmal, vgl. Buttm. ad Dem. Mid. p. 134.

Greek (Liddell-Scott)

μήποτε: ἢ μή ποτε. Ι. ὡς ἐπίρρ.: οὐδέποτε, κατ’ οὐδένα τρόπον, μηδαμῶς, ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ, μετὰ τὰ ὡς, εἰ, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 203, Εὐμ. 882, Χο. 182, κτλ.· ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 977, Ἱκέτ. 617· ἰδίως ἐπὶ ὅρκων, ὀμοῦμαι, μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, 275· ἐπεκέκλετ’ Ἐρινῦς, μήποτε... ἐφέσσεσθαι αὐτόθι 455· ὡσαύτως ἐπὶ πλαγίου λόγου, ὅτε ἄλλου λόγοι ἀναφέρονται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 86· πρβλ. οὐδέποτε. 2) ἐπὶ ἀπαγορεύσεως ἢ ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως, μετ’ ἀορ. ὑποτ., μήποτε καὶ σύ... ὀλέσσῃς Ὀδ. Τ. 81, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ προστ., Λ. 441. 3) παρὰ μεταγενεστ., = ἴσως, ὡς τὸ Λατ. nescio an, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 1, 3, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Γραμμ.· ἴδε Buttm. Exc. vii ad Dem. Mid., σ. 135. ΙΙ. ὡς σύνδ., μήπως, Λατ. ne quando, αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν..., μή ποτέ τις εἴπῃσι Ὀδ. Φ. 324, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

v. μή in fine.

English (Autenrieth)

see μή and ποτέ, πού, πώ, πώς.

English (Slater)

μήποτε (v. μή, ποτε.) c. impv.,
   1 never Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 36, 72, 108.