ἀποπλέω: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποπλεύσομαι <i>ou</i> ἀποπλευσοῦμαι;<br />s’éloigner par mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πλέω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποπλεύσομαι <i>ou</i> ἀποπλευσοῦμαι;<br />s’éloigner par mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πλέω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀποπλέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sail]] [[away]], [[sail]] [[back]] ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ [[εἰς]] Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀποπλέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sail]] [[away]], [[sail]] [[back]] ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ [[εἰς]] Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)
|sltr=[[ἀποπλέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sail]] [[away]], [[sail]] [[back]] ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ [[εἰς]] Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλέω Medium diacritics: ἀποπλέω Low diacritics: αποπλέω Capitals: ΑΠΟΠΛΕΩ
Transliteration A: apopléō Transliteration B: apopleō Transliteration C: apopleo Beta Code: a)pople/w

English (LSJ)

Ep. ἀποπλείω, Ion. ἀποπλώω v. l. in Hdt.4.156,157, cf. Arr. Ind.26.9: fut.

   A -πλεύσομαι Hdt.4.147; -πλευσοῦμαι Pl.Hp.Mi.371b:— sail away, sail off, οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.418, etc.; ἐπ' Αἰγύπτου Hdt. 1.1, cf. Ar.Ra.1480; ὀπίσω ἀ. Hdt.4.156; ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61; ἐπ' οἴκου Id.1.55.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πλέω), absegeln, wegschiffen, Pind. N. 7, 36; ἐπὶ Αἴγυπτον Her. 1, 1; fut., 4, 147 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέω: Ἐπ. -πλείω, Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι ἢ -πλευσοῦμαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 371Β, κ. ἀλλ.· Ἰων. - πλώσομαι Ἡρόδ. 4. 147, κ. ἀλλ.: - ἀποπλέω ἐκ τόπου τινὸς ὅπως: μεταβῶ εἰς ἄλλον, οἴκαδ’ ἀποπλείειν Ἰλ. Ι. 418, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 1· ὀπίσω ἀποπλώειν ὁ αὐτ. 4. 156· ἀπέπλεον ἐκ τῆς Σικελίας ἐς τὰς Ἀθήνας Θουκ. 6. 61· ἐπ’ οἴκου ὁ αὐτ. 1. 55. 2) ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1480.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλεύσομαι ou ἀποπλευσοῦμαι;
s’éloigner par mer.
Étymologie: ἀπό, πλέω.

English (Slater)

ἀποπλέω
   1 sail away, sail back ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)

English (Slater)

ἀποπλέω
   1 sail away, sail back ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)