ἐντυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐντεύξομαι;<br /><b>I.</b> rencontrer par hasard, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>avec un suj. de pers.</i> trouver sur son chemin : τινί qqn, qch ; ἐντ. τάφροις <i>ou</i> λόφῳ rencontrer sur son chemin des fossés, une colline ; <i>rar. avec le gén.</i> ἐντ. λελυμένης τῆς γεφύρης HDT trouver le pont rompu ; <i>abs.</i> ὁ ἐντυχών THC le premier venu;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de choses</i> tomber sur : τινί sur qqn <i>en parl. de la foudre, d’un malheur</i>;<br /><b>II.</b> se rencontrer avec, <i>d’où</i><br /><b>1</b> avoir une entrevue, un entretien avec, τινι ; avoir des relations intimes avec;<br /><b>2</b> intercéder auprès de, solliciter : τινι [[ὑπέρ]] τινος qqn en faveur de qqn ; avec l’inf. <i>ou</i> avec [[ὅπως]] solliciter qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τυγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> ἐντεύξομαι;<br /><b>I.</b> rencontrer par hasard, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>avec un suj. de pers.</i> trouver sur son chemin : τινί qqn, qch ; ἐντ. τάφροις <i>ou</i> λόφῳ rencontrer sur son chemin des fossés, une colline ; <i>rar. avec le gén.</i> ἐντ. λελυμένης τῆς γεφύρης HDT trouver le pont rompu ; <i>abs.</i> ὁ ἐντυχών THC le premier venu;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de choses</i> tomber sur : τινί sur qqn <i>en parl. de la foudre, d’un malheur</i>;<br /><b>II.</b> se rencontrer avec, <i>d’où</i><br /><b>1</b> avoir une entrevue, un entretien avec, τινι ; avoir des relations intimes avec;<br /><b>2</b> intercéder auprès de, solliciter : τινι [[ὑπέρ]] τινος qqn en faveur de qqn ; avec l’inf. <i>ou</i> avec [[ὅπως]] solliciter qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τυγχάνω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐντυγχάνω]] : ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν [[ἆμαρ]] Πα. 2. 75, v. ἐν Β, [[τυγχάνω]].]
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐντυγχάνω]] : ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν [[ἆμαρ]] Πα. 2. 75, v. ἐν Β, [[τυγχάνω]].]
|sltr=[[ἐντυγχάνω]] : ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν [[ἆμαρ]] Πα. 2. 75, v. ἐν Β, [[τυγχάνω]].]
}}
}}

Revision as of 14:00, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντυγχάνω Medium diacritics: ἐντυγχάνω Low diacritics: εντυγχάνω Capitals: ΕΝΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: entynchánō Transliteration B: entynchanō Transliteration C: entygchano Beta Code: e)ntugxa/nw

English (LSJ)

fut. -τεύξομαι: aor. 2 ἐνέτῠχον: pf.

   A ἐντετύχηκα Ph. 1.395, also ἐντέτευχα Klio 15.35 (Delph., i B. C.): aor. 1 Pass. ἐνετεύχθην Ph.2.170, Plu.Cat.Ma.9:—light upon, fall in with, meet with, c. dat. pers., Hdt.1.134,al., Ar.Nu.689, etc.; ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα (i.e. τούτων οἷς . .) Pl.R.531e, cf. Grg.509a, Prt.361e; κατ' ὄψιν ἐ. τινί Plu.Lyc.1.    2 c. dat. rei, κακοῖς ἐ., = τυγχάνω ὢν ἐν κακοῖς, S.Aj.433; οὑντυγχάνων (sc. τοῖς πράγμασιν) cj. Valck. in E.Fr.287; ἐ. τῷ νώτῳ, of the crocodile, Hdt.2.70; ὁ ἐ. τοῖς . . τοξεύμασι he who fell in their way, Th.4.40; of obstacles, ἐ. τάφροις X.An.2.3.10; λόφῳ ib.4.2.10.    3 abs., E.Alc.1032, Ar.Ach.848, Thphr.Char.24.8; οἱ ἐντυχόντες chance persons, Th.4.132; οἱ ἐντυγχάνοντες Isoc.18.36; τὴν ὠμότητα, ᾗ καθ' ἁπάντων χρῆται τῶν ἐντυγχανόντων D.21.88, cf. 183: sg., ὁ ἐντυχών Isoc.3.61, Pl.Alc.2.144b.    b ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ it chanced to be .., Pi.Pae.2.75.    4 obtain an audience or interview, S.Fr.88.8, Thphr.Char.1.3:—Pass., to be appealed to, consulted, περί τινων Ph.2.170.    5 of thunder, strike, κεραυνὸς οἷς ἂν ἐντύχῃ X.Mem.4.3.14; but hardly so in S.Ph.1329, παῦλαν ἴσθι . . μήποτ' ἐντυχεῖν νόσου (ἂν τυχεῖν Pors.).    6 rarely c. gen., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες having found the bridge broken up, Hdt.4.140; τῶν παρ' ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν having falling in with them, S.Ph. 1333.    II converse with, talk to, τινί Pl.Ap.41b, Phd.61c, etc.; οὐκ ἄχαρις ἐντυχεῖν Id.Ep.360c; οὐκ ἀηδὴς ἐ. Men.Pk.112.    2 have sexual intercourse with, τινί Plu.Sol.20.    3 petition, appeal to, τινὶ περί τινος (masc.) Act.Ap.25.24; τῷ βασιλεῖ περὶ τούτων Plb.4.76.9; ὁ ἐντυγχάνων the petitioner, OGI669.5; ἐ. κατά τινος plead against, PGiss.1.36.15 (ii B.C.), LXX 1 Ma.8.32, Ep.Rom.11.2; τῷ βασιλεῖ τὴν ἀπόλυσιν LXX 3 Ma.6.37; τῷ διοικητῇ PTeb.58.43 (ii B. C.): c. inf., entreat one to do, Nic.Dam.Fr.47 J., Plu.Pomp.55; ἐ. ὅπως . . Id.Ages. 25:—Pass., ὑπὲρ φυγάδων ἐντευχθείς Id.Cat.Ma.9.    III of books, meet with, βιβλίῳ ἀνδρὸς σοφοῦ Pl.Smp.177b, cf. Ly.214b; οἱ ἐντετυχηκότες ταῖς ἱερωτάταις βίβλοις Ph.1.395; hence, read, Luc. Dem.Enc.27, Plu.Rom.12, Jul.Or.7.210d, etc.; οἱ ἐντυγχάνοντες readers, Plb.1.3.10, Longin.1.1; ἐντυχὼν ὑμῶν τῷ ψηφίσματι IG12(3).176 (Epist. Hadriani), cf. 5(1).1361.7 (Epist. Commodi).

German (Pape)

[Seite 859] (s. τυγχάνω), zufällig auf Jemand treffen, ihm begegnen, in Etwas gerathen; τοιούτοις κακοῖς Soph. Ai. 428; μὴ φύλαξιν ἐντύχῃς Eur. Rhes. 570; Ar. Nubb. 689; Thuc. 5, 5 u. oft, wie die Folgdn; am häufigsten von Menschen, bes. = mit Einem sprechen, mit ihm verkehren, wo der Begriff des Zufälligen ganz verschwindet, Plat. oft; κατ' ὄψιν ἐντυχεῖν τινι, persönlich mit Einem verkehren, Plut. Lyc. 1; ἐντυχὼν ἐπιεικῶς τοῖς πρεσβευταῖς, behandelnd, Timol. 10; auch vom Beischlaf, Rom. 5 Sol. 20 u. öfter; absolut, ὁ ἐντυχών, der zufällig dazu Gekommene, der Erste Beste, Thuc. 4, 132; auch praes., 4, 40; Plat. Alc. II, 144 b u. A. – Von Sachen, διαγράμμασι Plat. Rep. VII, 529 d; λόγοις VI, 498 d; βιβλίῳ, auf ein Buch stoßen, das Einem gerade in die Hände fällt, Conv. 177 b; Lys. 214 a; dah. überh. = lesen, Luc. Dem. enc. 27; Plut. u. a. Sp. oft; vgl. Ath. IV, 164 b; Hdn. 1, 1, 4. 4, 12, 2; οἱ ἐντυγχάνοντες, die Leser, Pol. 1, 3, 10 u. A.; τάφροις ἐνέτυχον, sie stießen auf Gräben, Xen. An. 2, 3, 10; λόφῳ 4, 2, 10; κεραυνός, οἷς ἂν ἐντύχῃ, πάντων κρατεῖ Mem. 4, 3, 14. – Mit Bitten sich an Jemanden wenden, ἐνέτυχε βοηθεῖν, er bat, ihm beizustehen, Plut. Pomp. 55; mit ὅπως, Ages. 25; ἐντευχθεὶς ὑπέρ τινος, gebeten, Cat. mai. 9 Quaest. Rom. 50; περί τινος, Pol. 4, 76, 9. – Mit dem gen. verbunden, erlangen, bekommen, τῶν παρ' ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν Soph. Phil. 1317; Her. 4, 140.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. β΄ ἐνέτῠχον: πρκμ. ἐντετύχηκα: ἀόρ. παθ. μετοχ. ἐντευχθεὶς μετ’ ἐνεργ. σημασίας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. Ἀπαντῶ, συναντῶ, μετὰ δοτ. προσ., ἐντυγχάνοντες δ’ ἀλλήλοισι ἐν τῇσι ὁδοῖσι Ἡρόδ. 1. 134 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 689, κτλ.· ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα (ὃ ἐστι τούτων οἷς...) Πλάτ. Πολ. 531Ε· κατ’ ὄψιν ἐντ. τινὶ Πλουτ. Λυκ. 1. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., κακοῖς τοιούτοις ἐντυγχάνω = τυγχάνω ὢν ἐν τοιούτοις κακοῖς, Σοφ. Αἴ. 433· οὑντυγχάνων (ἐνν. τοῖς πράγμασιν) Εὐρ. Ἀποσπ. 289· ἐντ. τῷ νώτῳ, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 70· ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο, ὅν τινα ἐπετύγχανον οἱ λίθοι ἢ τὰ βέλη ἐφονεύετο, Θουκ. 4. 40· βιβλίῳ σοφοῦ ἀνδρὸς Πλάτ. Συμπ. 177Β· πρβλ. Λύσιν 214Α· οὕτως ἐπὶ κωλυμάτων. ἀπαντῶ καθ’ ὁδόν, καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10· λόφῳ αὐτόθι 4. 2, 10. 3) ἀπολ., μηδ’ ἐντυχὼν δύναιτ’ ἂν ὧν ἐρᾷ τυχεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 109, Εὐρ. Ἄλκ. 1032, Ἀριστοφ. Ἀχ. 848· ὁ ἐντυχών, ὁ τυχαίως κατασταθεὶς εἴς τι, ὁ τυχών, καὶ μὴ τοῖς ἐντυχοῦσιν ἐπιτρέπειν Θουκ. 4. 132· τὴν ὠμότητα ᾗ καθ’ ἁπάντων χρῆται τῶν ἐντυγχανόντων, τῶν συναντώντων, Δημ. 543. 1, πρβλ. 573. 25. 4) ἐπὶ κεραυνοῦ, οἷς ἂν ἐντύχῃ πάντων κρατεῖ, εἰς πᾶν ὅ,τι τύχῃ νὰ ἐνσκήψῃ τὸ καταστρέφει, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 14· οὕτως ἐπὶ δυστυχημάτων, ἀνθρώπεια δ’ ἄν τοι πήματ’ ἐντύχοι βροτοῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 706· καὶ παῦλαν ἴσθι τῆσδε μήποτ’ ἐντυχεῖν (ἐνν. σοι) νόσου βαρείας Σοφ. Φ. 1329 (ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἂν τυχεῖν, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο ὁ Jebb καὶ ἄλλοι, διότι τὸ ἂν εἶναι ἀναγκαῖον, καὶ τὸ ἐντυχὼν κεῖται κατωτέρω ἐπὶ διαφόρου σημασίας). 5) σπανιώτατα ὡς τὸ τυγχάνω, μετὰ γεν., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες, εὑρόντες τὴν γέφυραν διαλελυμένην, Ἡρόδ. 4. 140· τῶν παρ’ ἡμῖν ἐντυχὼν... Ἀσκληπιαδῶν, ἐλθὼν εἰς συνάντησιν, (ἔνθα ὁ Erf. προτείνει: τοῖν... Ἀσκληπίδαιν) Σοφ. Φιλ. 1333. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς συνέντευξιν, συναναστρέφομαι, συνομιλῶ μετά τινος, ὁπότε ἐντύχοιμι Παλαμήδει καὶ Αἴαντι Πλάτ. Ἀπολ. 41Β, Φαίδων 61C, κτλ.: ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συγγίγνομαί τινι, τρὶς ἑκάστου μηνὸς ἐντυγχάνειν πάντως τῇ ἐπικλήρῳ τὸν λαβόντα Πλουτ. Σόλ. 20. 2) προσέρχομαι ἱκετευτικῶς, ἐνέτυχον τῷ βασιλεῖ... αἰτούμενοι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ς΄, 37)· ἐνέτυχόν μοι... ἐπιβοῶντες Πράξ. Ἀποστ. κε΄. 24· τινὶ περί τινος Πολύβ. 4. 76, 9· ὑπέρ τινος, ὑπὲρ δὲ τῶν ἐξ Ἀχαΐας φυγάδων ἐντευχθείς, «παρακληθείς» (Κοραῆς), Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 9: - μετ’ ἀπαρ., ἱκετεύω, παρακαλῶ τινα νὰ κάμῃ τι, ὁ αὐτ. Πομπ. 55· ἐντ. ὅπως... ὁ αὐτ. Ἀγησ. 2. 5. ΙΙΙ. ἐπὶ βιβλίων, ἀπαντῶ, ἀλλ’ ἔγωγε ἤδη τινὶ ἐνέτυχον βιβλίῳ, ἔτυχε νὰ ἴδω, περιῆλθεν εἰς χεῖράς μου, Πλάτ. Συμπ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λύσ. 214Β· ἐντεῦθεν ἀναγινώσκω, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 27, Πλούτ., κλ.· οἱ ἐντυχγάνοντες, οἱ ἀναγινώσκοντες, οἱ ἀναγνῶσται, Πολύβ. 1. 3, 10:πρβλ. ἐντευκτέον.

French (Bailly abrégé)

f. ἐντεύξομαι;
I. rencontrer par hasard, d’où
1 avec un suj. de pers. trouver sur son chemin : τινί qqn, qch ; ἐντ. τάφροις ou λόφῳ rencontrer sur son chemin des fossés, une colline ; rar. avec le gén. ἐντ. λελυμένης τῆς γεφύρης HDT trouver le pont rompu ; abs. ὁ ἐντυχών THC le premier venu;
2 avec un suj. de choses tomber sur : τινί sur qqn en parl. de la foudre, d’un malheur;
II. se rencontrer avec, d’où
1 avoir une entrevue, un entretien avec, τινι ; avoir des relations intimes avec;
2 intercéder auprès de, solliciter : τινι ὑπέρ τινος qqn en faveur de qqn ; avec l’inf. ou avec ὅπως solliciter qqn de.
Étymologie: ἐν, τυγχάνω.

English (Slater)

ἐντυγχάνω : ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ Πα. 2. 75, v. ἐν Β, τυγχάνω.]

English (Slater)

ἐντυγχάνω : ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ Πα. 2. 75, v. ἐν Β, τυγχάνω.]