ἄθυρμα: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> jeu, jouet;<br /><b>2</b> divertissement, récréation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀθύρω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> jeu, jouet;<br /><b>2</b> divertissement, récréation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀθύρω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰθυρμα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[plaything]], [[delight]] τόνδε κῶμον ἀνέρων, [[Ἀπολλώνιον]] [[ἄθυρμα]] (P. 5.23)
}}
}}

Revision as of 14:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθυρμα Medium diacritics: ἄθυρμα Low diacritics: άθυρμα Capitals: ΑΘΥΡΜΑ
Transliteration A: áthyrma Transliteration B: athyrma Transliteration C: athyrma Beta Code: a)/qurma

English (LSJ)

τό, (ἀθύρω)

   A plaything, toy, Il.15.363, h.Merc.40: in pl., beautiful objects, adornments, Od. 18.323, Sapph.Supp.20a.9; delight, joy, Ἀπολλώνιον ἄ., of a choral ode, Pi.P.5.23; ἀθύρματα Μουσᾶν, i.e. songs, B.Fr.33, cf. 8.87; ἀρηΐων ἀ. pastimes of Ares, i.e. battle, 17.57; ἁβρὸν ἄ., of a pet dog, IG14.1647, cf. 12(5).677.10 (Syros):— rare in Trag. and Com., E.Fr.272, Cratin.145, Com.Adesp.839, Alcid. ap. Arist. Rh.1406a9, b13; of a court-jester, ἄ. τοῦ βασιλέως J.AJ12.4.9, cf. Philostr. V S1.8.3.

German (Pape)

[Seite 48] τό, alles, was erfreut, Spielzeug, Ergötzung, Schmuck, Hom. dreimal, Iliad. 15, 363 ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥεῖα μάλ', ὡς ὅτε τις ψάμαθον παῖς ἄγχι θαλάσσης, ὅς τ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀθὐρων, Od. 15, 416 ἔνθα δἑ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί' ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ μελαίνῃ, 18, 323 παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ ἀθὐρματα θυμῷ; – Pind. P. 5, 23 nennt Ἀπολλώνιον ἄθ. den Festreigen des Apollo; δελφῖνες, ἀθύρματα Νηρηΐδων Arion 11, Freude der Nereiden. Aehnlich Sp. D., ῥόδον ἀφροδισίων ἄθ., Zierde, Anacr. 53, 8; καλὸν ἄθ. κάτθεσαν En. ad. 125 (VI, 37), ein schönes Weihgeschenk. Die Atticisten ziehen es dem παιγνίον vor und wollen ἅθυρμα schreiben; Cratin. nannte nach Suid. so seine Komödien.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθυρμα: τό, (ἀθύρω) = παίγνιον, παιγνίδιον, «παιγνιδάκι», Ἰλ. Ο. 363, Ὀδ. Σ. 323, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 40· ὡς τὸ ἄγαλμα, τέρψις, χαρμονή, χαρά, Ἀπολλώνιον ἄθ., περὶ τῶν Πυθικῶν ἀγώνων, Πινδ. Π. 5. 29· ἀθύρματα Μουσᾶν, ὅ ἐ. ᾄσματα, Βακχυλ. 48· ἁβρὸν ἄθ., περὶ σμικροῦ κυνός, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 626, πρβλ. 272. 10., 810. 4: - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἀποσπ. 274, Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν», 16, Κωμ. Ἀνών. ἐν Mein. 4, σ. 663, Ἀλκιδάμας παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. καὶ 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 jeu, jouet;
2 divertissement, récréation.
Étymologie: ἀθύρω.

English (Slater)

ᾰθυρμα
   1 plaything, delight τόνδε κῶμον ἀνέρων, Ἀπολλώνιον ἄθυρμα (P. 5.23)