ὀρφανίζω: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
(SL_2)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὀρφᾰνίζω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]., [[deprive]] c. acc. &amp; gen. ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς [[ὀπός]] (P. 4.283) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[pass]]., be separated [[from]] [[one]]'s parents ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ (“aus dem Elternhause fortgeschickt,” Wil., 138) (P. 6.22)
|sltr=<b>ὀρφᾰνίζω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]., [[deprive]] c. acc. &amp; gen. ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς [[ὀπός]] (P. 4.283) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[pass]]., be separated [[from]] [[one]]'s parents ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ (“aus dem Elternhause fortgeschickt,” Wil., 138) (P. 6.22)
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀρφανίζω]]) [[ορφανός]]<br />[[κάνω]] κάποιον ορφανό, του [[στερώ]] τους γονείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερώ]], [[αποστερώ]] («ὀρφανίζεσθαι τῶν [[φίλων]]», Γοργι.)<br /><b>2.</b> [[εκβάλλω]], [[αφαιρώ]]<br /><b>3.</b> [[απαλείφω]], [[εξαλείφω]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνίζω Medium diacritics: ὀρφανίζω Low diacritics: ορφανίζω Capitals: ΟΡΦΑΝΙΖΩ
Transliteration A: orphanízō Transliteration B: orphanizō Transliteration C: orfanizo Beta Code: o)rfani/zw

English (LSJ)

   A make orphan, make destitute, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς E.Alc.276 (anap.); ἀμὸν βίον ὠρφάνισσε (prob. cj., -ισε codd.) ib.397: c. gen., rob, bereave of a thing, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς, Theoc.Ep.5.6, AP7.483 ; βιότου IG12(8).441.8 (Thasos); ὀ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός rob Slander of her voice, Pi.P. 4.283:—Pass., to be bereaved, τῶν φίλων Gorg.Hel.7 ; ἐκ δυοῖν . . ὠρφανισμένος βίον (βίου codd.) S.Tr.942 : abs., to be left in orphanhood, Pi. P.6.22.    II sweep away, Ἅιδης . . ἐλπίδας ὠρφάνισεν Epigr.Gr.233.10 (Chios).

German (Pape)

[Seite 388] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν ὀπός, 4, 283; Eur. Alc. 398.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, κάμνω τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν αὐτόθι 397· ― μετὰ γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός, ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, μένω ὀρφανός, πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· μένω ἐν ὀρφανία, Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. ἀποκομίζω, Ἅιδης ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.

French (Bailly abrégé)

1 rendre orphelin ; Pass. être orphelin : ἐκ δυοῖν SOPH des deux côtés;
2 p. ext. priver : τινά τινος, qqn de qch.
Étymologie: ὀρφανός.

English (Slater)

ὀρφᾰνίζω
   a act., deprive c. acc. & gen. ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283)
   b pass., be separated from one's parents ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ (“aus dem Elternhause fortgeschickt,” Wil., 138) (P. 6.22)

Greek Monolingual

ὀρφανίζω) ορφανός
κάνω κάποιον ορφανό, του στερώ τους γονείς
αρχ.
1. στερώ, αποστερώ («ὀρφανίζεσθαι τῶν φίλων», Γοργι.)
2. εκβάλλω, αφαιρώ
3. απαλείφω, εξαλείφω.