πέλωρ: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(SL_2)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πέλωρ]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[monster]] ]πελωραβου[ Δ. 4. b. 8.
|sltr=[[πέλωρ]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[monster]] ]πελωραβου[ Δ. 4. b. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ωρος, τὸ, Α<br />(με κακή σημ.) ([[κυρίως]] για τους Κύκλωπες, τη [[Σκύλλα]], τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, [[καθώς]] και για [[δελφίνι]]) [[κάθε]] έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό [[μέγεθος]] και γενικά όχι καλή σωματική [[διάπλαση]], [[τέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πέλωρ]] ανάγεται σε αρχαίο τ. <i>k</i><sup>w</sup><i>er</i><i>ō</i><i>r</i>- (με ανομοιωτική [[τροπή]] του <i>πρώτον</i> -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-) και με χειλική [[αντιπροσώπευση]] του χειλοϋπερωικού φθόγγου. Στον ίδιο τ. ανάγονται τα αιολ. [[τέλωρ]]<br /><i>πελώριον</i>, [[μακρόν]] και [[τελώριος]]<br />[[μέγας]], [[πελώριος]] που παραδίδει ο Ησύχιος (<b>πρβλ.</b> [[πέλομαι]] και [[τέλομαι]]). Στον ίδιο τ., [[τέλος]], θα μπορούσε να αναχθεί η λ. [[τέρας]], με [[επίθημα]] -<i>ας</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τέρας]])].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλωρ Medium diacritics: πέλωρ Low diacritics: πέλωρ Capitals: ΠΕΛΩΡ
Transliteration A: pélōr Transliteration B: pelōr Transliteration C: pelor Beta Code: pe/lwr

English (LSJ)

τό,

   A portent, prodigy, monster, Ep. Noun, only nom. and acc., in early writers always of living beings, mostly in bad sense, as of the Cyclops, π. ἀθεμίστια εἰδώς Od.9.428 ; αὐτὴ δ' αὖτε π. κακόν, of Scylla, 12.87 ; of the serpent Python, h.Ap. 374 ; of a dolphin, π. μέγα τε δεινόν τε ib.401 ; even of Hephaestus, π. αἴητον ἀνέστη χωλεύων Il.18.410 ; later, of things, εὐρυτενὴς ὠγκοῦτο π. μίτος Nonn. D. 24.257.—Cf. πέλωρος.

German (Pape)

[Seite 552] τό (πέλω? vgl. πελώριος), nur im nom. u. accus. sing. gebräuchlich, Ungeheuer, Ungethüm, von allem ungewöhnlich Großen, bes. lebenden Wesen, gew. im schlimmen Sinne; vom Kyklopen, Od. 9, 428; von der Skylla, 12, 87; vom Drachen Python, H. h. Apoll. 374; aber auch bloß zur Bezeichnung der Größe, von einem Delphin, H. h. Ap. 401; vom Hephästus, Il. 18, 410; sp. D., γαίης εἶναι ἔϊκτο πέλωρ τέκος Ap. Rh. 2, 39.

Greek (Liddell-Scott)

πέλωρ: τό, μέγα τι καὶ ὑπερφυές, τέρας, Ἐπικ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἐπὶ ἐμψύχων, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ., ὡς ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, πέλωρ ἀθεμίστια εἰδὼς Ὀδ. Ι. 428· αὐτὴ δ’ αὖτε π. κακόν, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 87· ἐπὶ τοῦ δράκοντος Πύθωνος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ· 374· ἐπὶ Δέλφῖνος, π. μέγα τε δεινόν τε αὐτόθι 401· ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, π. αἰητὸν ἀνέστη χωλεύων (ἔνθα τὸ π. δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ παράθεσιν προσδιορ. τοῦ Ἥφαιστος) Ἰλ. Σ. 410· πρβλ. πέλωρον.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
être prodigieux, prodige, monstre.
Étymologie: DELG apparenté à τέρας, de *kweror.

English (Autenrieth)

monster; the Cyclops, Od. 9.428; Scylla, Od. 12.87; Hephaestus, Il. 18.410.

English (Slater)

πέλωρ
   1 monster ]πελωραβου[ Δ. 4. b. 8.

Greek Monolingual

-ωρος, τὸ, Α
(με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο τ. kwerōr- (με ανομοιωτική τροπή του πρώτον -ρ- σε -λ-) και με χειλική αντιπροσώπευση του χειλοϋπερωικού φθόγγου. Στον ίδιο τ. ανάγονται τα αιολ. τέλωρ
πελώριον, μακρόν και τελώριος
μέγας, πελώριος που παραδίδει ο Ησύχιος (πρβλ. πέλομαι και τέλομαι). Στον ίδιο τ., τέλος, θα μπορούσε να αναχθεί η λ. τέρας, με επίθημα -ας (βλ. λ. τέρας)].