ἀγή: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[transporte]], [[porte]] ξύλων <i>SEG</i> 22.508.A.50, cf. 17 (Quíos IV a.C.) (pero tb. interpr. como <i>corte</i>, cf. 1 [[ἀγή]]). | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[transporte]], [[porte]] ξύλων <i>SEG</i> 22.508.A.50, cf. 17 (Quíos IV a.C.) (pero tb. interpr. como <i>corte</i>, cf. 1 [[ἀγή]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγή:''' Δωρ. ἀγὰ[ᾱγ], <i>ἡ</i> ([[ἄγνυμι]]), [[θραύσμα]], [[συντρίμμι]], [[κομμάτι]], [[σκλήθρα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), Dor. ἀγά [ᾱγ], ἡ, (ἄγνυμι)
A breakage: 1 fragment, splinter, ἀγαῖσι κωπῶν A.Pers.425; πρὸς ἁρμάτων τ' ἀγαῖσι E.Supp. 693. 2 κύματος ἀγή place where the wave breaks, beach, A.R.1.554, Numen. ap. Ath.7.305a. 3 curve, bending, ὄφιος, ποταμον =, Arat.668,729 (v.l.):—hence Böckh cj. ἀγάν (for ἄγαν) Pi.P.2.82, in the sense of crooked arts, deceit. 4 wound, Hsch.
ἀγή (B), ἡ, (ἄγω)
A = ἀγωγή, ξύλων Michel1359.17 (Chios).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγή: Δωρ. ἀγὰ [ᾱγ], ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἄγνυμι), διάρρηξις· 1) τεθλασμένον τεμάχιον, σύντριμμα, ἀγαῑσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = κυματωγή, τὸ μέρος ἔνθα τὸ κῦμα συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554, 4, 941. ἀγή, ἢ ἄγη, ἡ. Κεῖται ὡς φαίνεται ἡ λέξις καὶ ἐν τῇ σημασίᾳ ἀγωγῆς, φορᾱς, κομιδῆς ξύλων. ἐν Ἐπιγρ. Χίου Bul. de cor.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
fragment, débris, éclat.
Étymologie: ἄγνυμι.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀγά
• Prosodia: [ᾱ-]
I fragmento, trozo, resto ἀγῆσι κωπῶν A.Pers.425, πρὸς ἁρμάτων τ' ἀγαῖσι E.Supp.693.
II 1rompiente, acción de romper κύματος ἀγῇ A.R.1.554, Numen.Her.SHell.584
•plu. orillas S.Fr.969.
2 herida, Trag.Adesp.583a, τῆς κεφαλῆς Tz.Ep.57 (p.80.18)
•rotura, fractura de vasijas de cerámica PMich.Zen.30e.1 (III a.C.), PCair.Zen.15re.27 (III a.C.), 739.10 (III a.C.).
III curvatura ὄφιος Arat.668.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
transporte, porte ξύλων SEG 22.508.A.50, cf. 17 (Quíos IV a.C.) (pero tb. interpr. como corte, cf. 1 ἀγή).
Greek Monotonic
ἀγή: Δωρ. ἀγὰ[ᾱγ], ἡ (ἄγνυμι), θραύσμα, συντρίμμι, κομμάτι, σκλήθρα, σε Αισχύλ., Ευρ.