εἰκόνισμα: Difference between revisions
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[imagen]], [[estatua]] λιθουργὲς εἰ. <i>Trag.Adesp</i>.700.3, τὸ ... εἰ. τοῦ κωμῳδογέλωτος <i>AP</i> 13.6 (Phal.)<br /><b class="num">•</b>[[retrato]] βλέψας ἐς τοῦτο τὸ εἰ. μὴ ἐτύμης δείσθω fijándose en este retrato no necesitará la auténtica</i> Herod.4.38.<br /><b class="num">2</b> en la esfera mental [[imagen]] τοῦ νοῦ εἰκονίσματα Plot.1.4.10, hablando de la fantasía, Porph.<i>Sent</i>.43. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[imagen]], [[estatua]] λιθουργὲς εἰ. <i>Trag.Adesp</i>.700.3, τὸ ... εἰ. τοῦ κωμῳδογέλωτος <i>AP</i> 13.6 (Phal.)<br /><b class="num">•</b>[[retrato]] βλέψας ἐς τοῦτο τὸ εἰ. μὴ ἐτύμης δείσθω fijándose en este retrato no necesitará la auténtica</i> Herod.4.38.<br /><b class="num">2</b> en la esfera mental [[imagen]] τοῦ νοῦ εἰκονίσματα Plot.1.4.10, hablando de la fantasía, Porph.<i>Sent</i>.43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κόνισμα]], το (AM [[εἰκόνισμα]], Μ και εἰκόνισμαν)<br />η έγχρωμη [[απεικόνιση]] άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων της Αγίας Γραφής σε [[ξύλο]] ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχω [[κόνισμα]]» — τον [[αγαπώ]] και τον [[σέβομαι]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προσωπογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εικόνα]] ή [[άγαλμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A image, λιθουργές S.Fr.573, cf. AP13.6 (Phal.), Porph.Sent.43, Plot.1.4.10; portrait, Herod.4.38.
German (Pape)
[Seite 726] τό, das Abbild, Phalaec. 2 (XIII, 6).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκόνισμα: τό, ἀπεικόνισμα, Ἀνθ. Π. 13. 6, Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 780.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 imagen, estatua λιθουργὲς εἰ. Trag.Adesp.700.3, τὸ ... εἰ. τοῦ κωμῳδογέλωτος AP 13.6 (Phal.)
•retrato βλέψας ἐς τοῦτο τὸ εἰ. μὴ ἐτύμης δείσθω fijándose en este retrato no necesitará la auténtica Herod.4.38.
2 en la esfera mental imagen τοῦ νοῦ εἰκονίσματα Plot.1.4.10, hablando de la fantasía, Porph.Sent.43.
Greek Monolingual
και κόνισμα, το (AM εἰκόνισμα, Μ και εἰκόνισμαν)
η έγχρωμη απεικόνιση άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων της Αγίας Γραφής σε ξύλο ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
φρ. «τον έχω κόνισμα» — τον αγαπώ και τον σέβομαι πάρα πολύ
αρχ.-μσν.
προσωπογραφία
αρχ.
εικόνα ή άγαλμα.