ἀργήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀργάεις]] Pi.<i>O</i>.13.69; contr. [[ἀργᾶς]], -ᾶντος A.<i>A</i>.115<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. fem. plu. [[ἀργήεις]] Nic.<i>Fr</i>.74.26]<br /><b class="num">1</b> [[blanco brillante]] ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν [[ἀργᾶς]] águila de cola blanca</i> A.l.c., κάλυκες ... [[ἀργήεις]] πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos</i> Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.<i>SHell</i>.472.3.<br /><b class="num">2</b> [[que aclara]] el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo</i> Orph.<i>A</i>.125.
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀργάεις]] Pi.<i>O</i>.13.69; contr. [[ἀργᾶς]], -ᾶντος A.<i>A</i>.115<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. fem. plu. [[ἀργήεις]] Nic.<i>Fr</i>.74.26]<br /><b class="num">1</b> [[blanco brillante]] ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν [[ἀργᾶς]] águila de cola blanca</i> A.l.c., κάλυκες ... [[ἀργήεις]] πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos</i> Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.<i>SHell</i>.472.3.<br /><b class="num">2</b> [[que aclara]] el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo</i> Orph.<i>A</i>.125.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀργήεις]], -εσσα, -εν και [[ἀργάεις]] και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)<br /><b>1.</b> [[λευκός]] («ταῡρον ἀργᾱντα»<sub>(</sub>«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αστραφτερός]], [[στιλπνός]] («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργή</i>- του [[αργής]], τ. επιτεταμένος με το [[επίθημα]] -<i>Fεντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δενδρήεις]], [[θυήεις]], [[μεσήεις]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργήεις Medium diacritics: ἀργήεις Low diacritics: αργήεις Capitals: ΑΡΓΗΕΙΣ
Transliteration A: argḗeis Transliteration B: argēeis Transliteration C: argieis Beta Code: a)rgh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—

   A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.).    2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Alolema(s): dór. ἀργάεις Pi.O.13.69; contr. ἀργᾶς, -ᾶντος A.A.115

• Morfología: [nom. fem. plu. ἀργήεις Nic.Fr.74.26]
1 blanco brillante ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν ἀργᾶς águila de cola blanca A.l.c., κάλυκες ... ἀργήεις πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.SHell.472.3.
2 que aclara el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo Orph.A.125.

Greek Monolingual

ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)
1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)
2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- του αργής, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].