διαπτύω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[escupir]] c. ac. οὐδὲ διαπτύων θανατηφόρον ἰὸν ὀδόντων Nonn.<i>D</i>.40.480<br /><b class="num">•</b>de un caballo [[espumajear]] τὸν χαλινόν Philostr.<i>Im</i>.2.5<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[escupir a]] αὐτῆς Ael.<i>NA</i> 4.22<br /><b class="num">•</b>abs. [[esputar]] Gal.13.46<br /><b class="num">•</b>[[echar]], [[arrojar de la boca]], e.d. [[rechazar]] τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, δ. ᾠὰ καὶ ἀμύλια καὶ σητάνειον ἄρτον Plu.2.466d.<br /><b class="num">2</b> fig. [[escupir a]], [[despreciar]] c. ac. ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Dam.<i>Fr</i>.258, διαπτύων τοὺς λόγους I.<i>AI</i> 1.166, Hld.10.12.1, διαπτύειν ὃν ἡμεῖς ... περιφέρομεν Them.<i>Or</i>.21.254a, τερπνὸν ἅπαν δ. Gr.Naz.M.36.417A, cf. Lib.<i>Or</i>.57.53<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser objeto de desprecio]] τὰ γὰρ τοιαῦτα ... διαπτύεται D.Chr.38.38<br /><b class="num">•</b>[[burlarse]] c. ac. οἰόμενοι ὅτι διαπτύοι αὐτόν Philostr.<i>VS</i> 626, abs. κατεφρόνησεν εὐθὺς καὶ διέπτυσεν Luc.<i>Merc.Cond</i>.30. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[escupir]] c. ac. οὐδὲ διαπτύων θανατηφόρον ἰὸν ὀδόντων Nonn.<i>D</i>.40.480<br /><b class="num">•</b>de un caballo [[espumajear]] τὸν χαλινόν Philostr.<i>Im</i>.2.5<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[escupir a]] αὐτῆς Ael.<i>NA</i> 4.22<br /><b class="num">•</b>abs. [[esputar]] Gal.13.46<br /><b class="num">•</b>[[echar]], [[arrojar de la boca]], e.d. [[rechazar]] τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, δ. ᾠὰ καὶ ἀμύλια καὶ σητάνειον ἄρτον Plu.2.466d.<br /><b class="num">2</b> fig. [[escupir a]], [[despreciar]] c. ac. ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Dam.<i>Fr</i>.258, διαπτύων τοὺς λόγους I.<i>AI</i> 1.166, Hld.10.12.1, διαπτύειν ὃν ἡμεῖς ... περιφέρομεν Them.<i>Or</i>.21.254a, τερπνὸν ἅπαν δ. Gr.Naz.M.36.417A, cf. Lib.<i>Or</i>.57.53<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser objeto de desprecio]] τὰ γὰρ τοιαῦτα ... διαπτύεται D.Chr.38.38<br /><b class="num">•</b>[[burlarse]] c. ac. οἰόμενοι ὅτι διαπτύοι αὐτόν Philostr.<i>VS</i> 626, abs. κατεφρόνησεν εὐθὺς καὶ διέπτυσεν Luc.<i>Merc.Cond</i>.30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαπτύω]] (Α) [[πτύω]]<br /><b>1.</b> [[φτύνω]] κάποιον περιφρονητικά, [[καταπτύω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. με αιτιατ.) αποστρέφομαι, [[καταφρονώ]]<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) (φρ. «[[διαπτύω]] τὸν χαλινόν» — δεν [[δέχομαι]] το [[χαλινάρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
A spit upon, τινός Ael.NA4.22: abs., Gal.13.46: metaph., c. acc., ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Lib.Or. 57.53,al.; of food, Plu.2.101c; δ. τὸν χαλινόν, Lat.frenum respuere, Philostr.Im.2.5:—Pass., D.Chr.38.38.
German (Pape)
[Seite 599] (s. πτύω), bespeien, Ael. H. A. 4, 22; gew. übertr., verabscheuen, verachten, τινά, Dem. 18, 258; Luc. merc. cond. 8; verschmähen, τὸν χαλινόν, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
διαπτύω: μέλλ. –ύσω, πτύω ἐπάνω εἴς τινα, καταπτύω, τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 4. 22· μεταφ. μετ’ αἰτ., καταφρονῶ, ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους Δημ. 313. 8, πρβλ. Πλούτ. 2.101C, κτλ· δ. τὸν χαλινόν, ἀποπτύω, δὲν δέχομαι, Λατ. frenum respuere, Φιλόστρ. 816.
French (Bailly abrégé)
cracher sur, gén. ; fig. conspuer, acc..
Étymologie: διά, πτύω.
Spanish (DGE)
1 escupir c. ac. οὐδὲ διαπτύων θανατηφόρον ἰὸν ὀδόντων Nonn.D.40.480
•de un caballo espumajear τὸν χαλινόν Philostr.Im.2.5
•c. gen. escupir a αὐτῆς Ael.NA 4.22
•abs. esputar Gal.13.46
•echar, arrojar de la boca, e.d. rechazar τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, δ. ᾠὰ καὶ ἀμύλια καὶ σητάνειον ἄρτον Plu.2.466d.
2 fig. escupir a, despreciar c. ac. ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Dam.Fr.258, διαπτύων τοὺς λόγους I.AI 1.166, Hld.10.12.1, διαπτύειν ὃν ἡμεῖς ... περιφέρομεν Them.Or.21.254a, τερπνὸν ἅπαν δ. Gr.Naz.M.36.417A, cf. Lib.Or.57.53
•en v. pas. ser objeto de desprecio τὰ γὰρ τοιαῦτα ... διαπτύεται D.Chr.38.38
•burlarse c. ac. οἰόμενοι ὅτι διαπτύοι αὐτόν Philostr.VS 626, abs. κατεφρόνησεν εὐθὺς καὶ διέπτυσεν Luc.Merc.Cond.30.
Greek Monolingual
διαπτύω (Α) πτύω
1. φτύνω κάποιον περιφρονητικά, καταπτύω
2. (μτφ. με αιτιατ.) αποστρέφομαι, καταφρονώ
3. (για άλογο) (φρ. «διαπτύω τὸν χαλινόν» — δεν δέχομαι το χαλινάρι.