ἐνδυναστεύω: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(big3_14) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἐνδῠναστεύω) <b class="num">1</b> c. suj. de pers. [[tener poder]], [[reinar sobre]], [[tener el dominio sobre]] c. dat. o prep. c. dat. ἐκείνοις ἐνδυναστεύσας ἐγὼ ἥκω A.<i>Pers</i>.691, τῆς Καρχηδόνος ... ἐνδυναστευούσης τῇ θαλάττῃ Anon.ined.Vat.3.3, τις ἐνδυναστεύων ... ἐν αὐτῇ (Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ) D.C.68.28.3<br /><b class="num">•</b>abs. [[ser poderoso]], [[tener autoridad]], [[ejercer influencia]] ἐνδυναστεύει ὁ Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους X.<i>HG</i> 7.1.42, οἱ ... τιμώμενοι τε καὶ ἐνδυναστεύοντες Pl.<i>R</i>.516d, cf. Arr.<i>Parth</i>.71.<br /><b class="num">2</b> fig., c. suj. de cosa o abstr. [[ejercer un dominio en o entre]] c. dat. c. o sin prep. ὁ ... χυμὸς ... μᾶλλον ἐνδυναστεύων ἐν τῷ σώματι Hp.<i>VM</i> 20, οὐκ ἐάσας ἐνδυναστεῦσαι τῇ ψυχῇ τὴν δεσποτείαν τῶν ἡδονῶν Lib.<i>Or</i>.12.101, cf. Chrys.M.47.388<br /><b class="num">•</b>abs., a veces c. giro prep. [[dominar]] εἰ ... τὸ ἓν τούτων ἐνδυναστεύοι κατὰ τὸν βίον si la unidad dominara en la vida</i> Damippus <i>Pyth.Hell</i>.69.9, πλοῦτος μοῦνος ... ἐνδυναστεύσας Eus.Mynd.39 (τὸ γένος φυσικόν) ἐνδυναστεύει παρὰ πᾶσαν τὴν ... διακόσμησιν Iambl.<i>Myst</i>.3.28, τὸ πέρας ἐνδυναστεύει κατὰ τὴν μῖξιν Procl.<i>Inst</i>.159. | |dgtxt=(ἐνδῠναστεύω) <b class="num">1</b> c. suj. de pers. [[tener poder]], [[reinar sobre]], [[tener el dominio sobre]] c. dat. o prep. c. dat. ἐκείνοις ἐνδυναστεύσας ἐγὼ ἥκω A.<i>Pers</i>.691, τῆς Καρχηδόνος ... ἐνδυναστευούσης τῇ θαλάττῃ Anon.ined.Vat.3.3, τις ἐνδυναστεύων ... ἐν αὐτῇ (Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ) D.C.68.28.3<br /><b class="num">•</b>abs. [[ser poderoso]], [[tener autoridad]], [[ejercer influencia]] ἐνδυναστεύει ὁ Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους X.<i>HG</i> 7.1.42, οἱ ... τιμώμενοι τε καὶ ἐνδυναστεύοντες Pl.<i>R</i>.516d, cf. Arr.<i>Parth</i>.71.<br /><b class="num">2</b> fig., c. suj. de cosa o abstr. [[ejercer un dominio en o entre]] c. dat. c. o sin prep. ὁ ... χυμὸς ... μᾶλλον ἐνδυναστεύων ἐν τῷ σώματι Hp.<i>VM</i> 20, οὐκ ἐάσας ἐνδυναστεῦσαι τῇ ψυχῇ τὴν δεσποτείαν τῶν ἡδονῶν Lib.<i>Or</i>.12.101, cf. Chrys.M.47.388<br /><b class="num">•</b>abs., a veces c. giro prep. [[dominar]] εἰ ... τὸ ἓν τούτων ἐνδυναστεύοι κατὰ τὸν βίον si la unidad dominara en la vida</i> Damippus <i>Pyth.Hell</i>.69.9, πλοῦτος μοῦνος ... ἐνδυναστεύσας Eus.Mynd.39 (τὸ γένος φυσικόν) ἐνδυναστεύει παρὰ πᾶσαν τὴν ... διακόσμησιν Iambl.<i>Myst</i>.3.28, τὸ πέρας ἐνδυναστεύει κατὰ τὴν μῖξιν Procl.<i>Inst</i>.159. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνδυναστεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[άρχω]], έχω [[δύναμη]] («ἐκείνους ἐνδυναστεύσας ἐγώ ἥκω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επικρατώ]], [[υπερισχύω]]<br /><b>3.</b> [[πετυχαίνω]], [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με το [[κύρος]] του αξιώματός μου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
A to have power or exercise dominion in or among, τισί A.Pers.691; παρά τισι Pl.R.516d; ἐ. ἐν τῷ σώματι Hp.VM20, cf. Iamb.Myst.3.28: abs., Eus.Mynd.39. II procure by one's authority or influence, ἐνδυναστεύει Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους X.HG7.1.42. ἐνδυνέω, ἐνδύνω, v. ἐνδύω.
German (Pape)
[Seite 836] darin, darüber herrschen; ἐκείνοις, über jene, Aesch. Pers. 677; οἱ παρ' ἐκείνοις τιμώμενοι καὶ ἐνδυναστεύοντες Plat. Rep. VII, 516 d; Sp. – Bei Xen. Hell. 7, 1, 42 ἐνδυναστεύει, ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι, durch sein Ansehen es dahin bringen, daß.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδυναστεύω: δυναστεύω ἐν, ἔχω δύναμιν παρά τινι, ἀπολαύω τιμῆς. χοὶ κατὰ χθονὸς θεοὶ λαβεῖν ἀμείνους εἰσὶν ἢ μεθιέναι ὅμως δ’ ἐκείνοις ἐνδυναστεύσας ἐγὼ ἥκω «μέγα ἐγὼ δυνηθεὶς ἐν τοῖς κάτω θεοῖς οἷα βασιλεύς, καὶ παρ’ ἐκείνων τιμώμενος καὶ μὴ λογιζόμενος ὡς οἱ λοιποὶ τῶν τεθνεώτων ἥκω» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 691· τοὺς παρ’ ἐκείνοις τιμωμένους τε καὶ ἐνδυναστεύοντας Πλάτ. Πολ. 516D· χυμὸς μᾶλλον ἐνδυναστεύων ἐν τῷ σώματι, ὑπερισχύων, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17. ΙΙ. κατορθώνω διὰ τοῦ ἀξιώματός μου. ἐνδυναστεύει Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους Ξεν. Ἑλλην. 7.1, 42.
French (Bailly abrégé)
être puissant sur ou parmi : τινί régner sur qqn ; avec ὥστε et l’inf. obtenir par son crédit que.
Étymologie: ἐν, δυναστεύω.
Spanish (DGE)
(ἐνδῠναστεύω) 1 c. suj. de pers. tener poder, reinar sobre, tener el dominio sobre c. dat. o prep. c. dat. ἐκείνοις ἐνδυναστεύσας ἐγὼ ἥκω A.Pers.691, τῆς Καρχηδόνος ... ἐνδυναστευούσης τῇ θαλάττῃ Anon.ined.Vat.3.3, τις ἐνδυναστεύων ... ἐν αὐτῇ (Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ) D.C.68.28.3
•abs. ser poderoso, tener autoridad, ejercer influencia ἐνδυναστεύει ὁ Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους X.HG 7.1.42, οἱ ... τιμώμενοι τε καὶ ἐνδυναστεύοντες Pl.R.516d, cf. Arr.Parth.71.
2 fig., c. suj. de cosa o abstr. ejercer un dominio en o entre c. dat. c. o sin prep. ὁ ... χυμὸς ... μᾶλλον ἐνδυναστεύων ἐν τῷ σώματι Hp.VM 20, οὐκ ἐάσας ἐνδυναστεῦσαι τῇ ψυχῇ τὴν δεσποτείαν τῶν ἡδονῶν Lib.Or.12.101, cf. Chrys.M.47.388
•abs., a veces c. giro prep. dominar εἰ ... τὸ ἓν τούτων ἐνδυναστεύοι κατὰ τὸν βίον si la unidad dominara en la vida Damippus Pyth.Hell.69.9, πλοῦτος μοῦνος ... ἐνδυναστεύσας Eus.Mynd.39 (τὸ γένος φυσικόν) ἐνδυναστεύει παρὰ πᾶσαν τὴν ... διακόσμησιν Iambl.Myst.3.28, τὸ πέρας ἐνδυναστεύει κατὰ τὴν μῖξιν Procl.Inst.159.
Greek Monolingual
ἐνδυναστεύω (AM)
1. άρχω, έχω δύναμη («ἐκείνους ἐνδυναστεύσας ἐγώ ἥκω», Αισχύλ.)
2. επικρατώ, υπερισχύω
3. πετυχαίνω, κατορθώνω κάτι με το κύρος του αξιώματός μου.