ἀψόφητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[silencioso]] ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.<i>Hymn</i>.9.29, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.<i>Ai</i>.321.
|dgtxt=-ον<br />[[silencioso]] ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.<i>Hymn</i>.9.29, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.<i>Ai</i>.321.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀψόφητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη [[γάτα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αθόρυβος]], [[ήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[αψόφητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ψοφώ]] «[[κάνω]] θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. [[αψόφητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ψοφώ]] «[[πεθαίνω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψόφητος Medium diacritics: ἀψόφητος Low diacritics: αψόφητος Capitals: ΑΨΟΦΗΤΟΣ
Transliteration A: apsóphētos Transliteration B: apsophētos Transliteration C: apsofitos Beta Code: a)yo/fhtos

English (LSJ)

ον, (ψοφέω)

   A noiseless, c. gen., ἀ. κωκυμάτων without sound of... S.Aj.321.

German (Pape)

[Seite 421] geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψόφητος: -ον, (ψοφέω) ἀθόρυβος· μετὰ γεν., ἀψ. κωκυμάτων, ἄνευ θορύβου κωκυμάτων, Σοφ. Αἴ. 321. πρβλ. ἄπεπλος, ἄσκευος, ἄχαλκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψοφέω.

Spanish (DGE)

-ον
silencioso ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.Hymn.9.29, cf. Hsch.
c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.Ai.321.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψόφητος, -ον)
νεοελλ.
1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη
2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα»)
αρχ.
αθόρυβος, ήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «πεθαίνω»].