ἁμαρτοεπής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(big3_3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[embustero]], [[de palabras embusteras]], [[Αἴας]] <i>Il</i>.13.824, cf. Cyr.Al.M.68.428D, 69.356D, 71.804A.<br /><b class="num">2</b> [[que hace equivocarse al hablar]] οἶνος poeta en Clem.Al.<i>Paed</i>.2.2.28.
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[embustero]], [[de palabras embusteras]], [[Αἴας]] <i>Il</i>.13.824, cf. Cyr.Al.M.68.428D, 69.356D, 71.804A.<br /><b class="num">2</b> [[que hace equivocarse al hablar]] οἶνος poeta en Clem.Al.<i>Paed</i>.2.2.28.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁμαρτοεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἶνος]] [[ἁμαρτοεπής]]», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα [[λόγια]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμαρτο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἁμαρτάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>επὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαρτοεπής Medium diacritics: ἁμαρτοεπής Low diacritics: αμαρτοεπής Capitals: ΑΜΑΡΤΟΕΠΗΣ
Transliteration A: hamartoepḗs Transliteration B: hamartoepēs Transliteration C: amartoepis Beta Code: a(martoeph/s

English (LSJ)

ές, (ἔπος)

   A erring in words, speaking at random, Il.13.824; οἶνος ἁ. wine that makes men talk at random, Poet. ap. Clem.Al. Paed.2.2.28.

German (Pape)

[Seite 117] ές, in den Worten fehlend, Hom. einmal, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; vgl. οὐχ ἡμάρτανε μύθων Od. 11, 511 u. ἀφαμαρτοεπής Iliad. 3, 215; – οἶνος ἁμ., der Wein macht, daß die Menschen eitel schwatzen, p. bei Clem. Alex. Paed. 2 p. 155.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτοεπής: -ές, (ἔπος) ὁ σφαλλόμενος ἐν τοῖς λόγοις, ὁ ἀσκέπτως ὁμιλῶν, Ἰλ. Ν. 824· οἶνος ἁμ., ὅστις κάμνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγωσιν ἀνοησίας, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 183.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’égare dans ses discours.
Étymologie: ἁμαρτάνω, ἔπος.

English (Autenrieth)

ές (ϝέπος): erring in word, rash-speaking, Il. 13.824†. Cf. ἀφαμαρτοεπής.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
1 embustero, de palabras embusteras, Αἴας Il.13.824, cf. Cyr.Al.M.68.428D, 69.356D, 71.804A.
2 que hace equivocarse al hablar οἶνος poeta en Clem.Al.Paed.2.2.28.

Greek Monolingual

ἁμαρτοεπής, -ές (Α)
1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα
2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος.