ἄνηβος: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> cret. ἄνɛ̄βος <i>ICr</i>.4.72.11.19 (Gortina V a.C.); dór. ἄναβος Theoc.5.87<br />[[que no ha llegado a la pubertad]] παῖς Heraclit.B 117, Sol.19.1, <i>ICr</i>.l.c., Lys.14.25, Theoc.l.c., cf. 8.3, γίνονται δέ τινες ἄνηβοι ἐκ γενετῆς καὶ ἄγονοι Arist.<i>HA</i> 581<sup>b</sup>22, παῖδες Plu.2.712e, cf. D.C.49.42.1, Teles p.24.5, Plot.2.9.9, de niñas, Pl.<i>Lg</i>.833c<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἄ. [[muchachos]], [[niños]] ἄξιον Ἐφεσίοις ... τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν Heraclit.B 121, [[ἀγωνάριον]] ἀνήβων <i>SIG</i> 1028.32 (Cos II a.C.), ἀνήβων ... [[ἀφανισμός]] LXX 2<i>Ma</i>.5.13, cf. <i>CIG</i> 2034 (Bizancio)<br /><b class="num">•</b>tb. como n. de una tirada de dados, Hsch. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> cret. ἄνɛ̄βος <i>ICr</i>.4.72.11.19 (Gortina V a.C.); dór. ἄναβος Theoc.5.87<br />[[que no ha llegado a la pubertad]] παῖς Heraclit.B 117, Sol.19.1, <i>ICr</i>.l.c., Lys.14.25, Theoc.l.c., cf. 8.3, γίνονται δέ τινες ἄνηβοι ἐκ γενετῆς καὶ ἄγονοι Arist.<i>HA</i> 581<sup>b</sup>22, παῖδες Plu.2.712e, cf. D.C.49.42.1, Teles p.24.5, Plot.2.9.9, de niñas, Pl.<i>Lg</i>.833c<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἄ. [[muchachos]], [[niños]] ἄξιον Ἐφεσίοις ... τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν Heraclit.B 121, [[ἀγωνάριον]] ἀνήβων <i>SIG</i> 1028.32 (Cos II a.C.), ἀνήβων ... [[ἀφανισμός]] LXX 2<i>Ma</i>.5.13, cf. <i>CIG</i> 2034 (Bizancio)<br /><b class="num">•</b>tb. como n. de una tirada de dados, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνηβος]], -ον)<br />[[ήβη]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ακόμη]] [[έφηβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[αναφροδισία]], ο σεξουαλικά [[ανίκανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not yet come to man's estate, opp. ἔφηβος, παῖς Heraclit.117, cf. Leg.Gort.11.19, Lys.14.25, Theoc.8.3; οἱ ἄ. pueri, CIG2034 (Byzantium), cf. SIG1028.32 (Cos); ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς impotent, Arist.HA581b22; of a girl, Pl.Lg.833c.
German (Pape)
[Seite 228] der das mannbare Alter noch nicht erreicht hat, unerwachsen, Lys. 14, 25; κόραι Plat. Legg. VIII, 833 a; Theocr. 8, 3. Ggstz ἔφηβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνηβος: -ον, ὁ μήπω ἐλθὼν εἰς ἥβην, ὅ ἐ. ἀγένειος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἔφηβος, Λυσ. 142. 7, Πλάτ. Νόμ. 833C, Θεόκρ. 8. 3· οἱ ἄνηβοι, pueri, Συλλ. Ἐπιγρ. 2034· ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς, ἀνίκανοι καὶ ἄνευ γονῆς, Ἀριστ. Ἱστ. Z. 7. 1, 10. 2) ἐπὶ κόρης, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 671.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non encore dans l’âge de la puberté ; sans barbe.
Étymologie: ἀ, ἥβη.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): cret. ἄνɛ̄βος ICr.4.72.11.19 (Gortina V a.C.); dór. ἄναβος Theoc.5.87
que no ha llegado a la pubertad παῖς Heraclit.B 117, Sol.19.1, ICr.l.c., Lys.14.25, Theoc.l.c., cf. 8.3, γίνονται δέ τινες ἄνηβοι ἐκ γενετῆς καὶ ἄγονοι Arist.HA 581b22, παῖδες Plu.2.712e, cf. D.C.49.42.1, Teles p.24.5, Plot.2.9.9, de niñas, Pl.Lg.833c
•subst. οἱ ἄ. muchachos, niños ἄξιον Ἐφεσίοις ... τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν Heraclit.B 121, ἀγωνάριον ἀνήβων SIG 1028.32 (Cos II a.C.), ἀνήβων ... ἀφανισμός LXX 2Ma.5.13, cf. CIG 2034 (Bizancio)
•tb. como n. de una tirada de dados, Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνηβος, -ον)
ήβη
αυτός που δεν είναι ακόμη έφηβος
αρχ.
αυτός που έχει αναφροδισία, ο σεξουαλικά ανίκανος.