ἀπώμαστος: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(big3_6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[destapado]], [[sin tapa]] χύτρη Babr.60.1, [[ἀγγεῖον]] Gal.17(2).161, πίθοι <i>Gp</i>.7.19.1. | |dgtxt=-ον<br />[[destapado]], [[sin tapa]] χύτρη Babr.60.1, [[ἀγγεῖον]] Gal.17(2).161, πίθοι <i>Gp</i>.7.19.1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπώμαστος:''' -ον ([[πῶμα]]), αυτός που δεν έχει [[πώμα]] ή [[καπάκι]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (πῶμα)
A without a lid, Babr.60.1, Gal.17(2).161.
German (Pape)
[Seite 342] ohne Deckel, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώμαστος: -ον, (πῶμα) ὁ ἄνευ πώματος, χωρὶς «καπάκι», χύτρᾳ μῦς ἐμπεσὼν ἀπωμάστῳ Βάβρ. 60. 1· ἀπώμ. ἀγγεῖον Γαλην. 2. σ. 488: ― ὡσαύτως, ἄπωμος, ον, Γεωπ. 6. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fermé d’un couvercle.
Étymologie: ἀ, πωμάζω.
Spanish (DGE)
-ον
destapado, sin tapa χύτρη Babr.60.1, ἀγγεῖον Gal.17(2).161, πίθοι Gp.7.19.1.
Greek Monotonic
ἀπώμαστος: -ον (πῶμα), αυτός που δεν έχει πώμα ή καπάκι, σε Βάβρ.