αὐαλέος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αὐᾰλέος) -α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αὑᾰλέος Call.<i>Cer</i>.6<br /><b class="num">1</b> [[seco]] ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.<i>Op</i>.588, cf. D.P.966, [[αὐαλέος]] ψαφαρῷ χροΐ Nonn.<i>D</i>.26.104, [[δάκρυ]] Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι <i>AP</i> 5.280 (Antiphil.), [[ἄρτος]] Androm.103, κόγχος Timo <i>SHell</i>.777<br /><b class="num">•</b>de la boca [[reseca]] αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchito]], [[agostado]] θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.<i>A</i>.246, [[ἄμπελος]] Orph.<i>A</i>.608, cf. <i>AP</i> 7.141 (Antiphil.)<br /><b class="num">•</b>del cabello en total abandono [[lacio]], [[marchito]] αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.<br /><b class="num">2</b> fig. [[lánguido]], [[alicaído]] de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.<i>H</i>.2.78.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]].
|dgtxt=(αὐᾰλέος) -α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αὑᾰλέος Call.<i>Cer</i>.6<br /><b class="num">1</b> [[seco]] ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.<i>Op</i>.588, cf. D.P.966, [[αὐαλέος]] ψαφαρῷ χροΐ Nonn.<i>D</i>.26.104, [[δάκρυ]] Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι <i>AP</i> 5.280 (Antiphil.), [[ἄρτος]] Androm.103, κόγχος Timo <i>SHell</i>.777<br /><b class="num">•</b>de la boca [[reseca]] αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchito]], [[agostado]] θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.<i>A</i>.246, [[ἄμπελος]] Orph.<i>A</i>.608, cf. <i>AP</i> 7.141 (Antiphil.)<br /><b class="num">•</b>del cabello en total abandono [[lacio]], [[marchito]] αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.<br /><b class="num">2</b> fig. [[lánguido]], [[alicaído]] de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.<i>H</i>.2.78.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ξερός]], [[στεγνός]]<br /><b>2.</b> μαραμένος, [[ηλιοκαμένος]]<br /><b>3.</b> (για τα μάτια) [[άυπνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επαυξημένος τ. του ουσ. [[αύος]] με το [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αζαλέος]], [[ισχαλέος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐᾰλέος Medium diacritics: αὐαλέος Low diacritics: αυαλέος Capitals: ΑΥΑΛΕΟΣ
Transliteration A: aualéos Transliteration B: aualeos Transliteration C: avaleos Beta Code: au)ale/os

English (LSJ)

α, ον, (αὖος)

   A dry, parched, withered, αὐ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588; of hair, rough, dub. in Simon.37.9, cf.AP7.141 (Antiphil.); of plants, Orph.A.246; of the mouth, Call.Cer.6; of eyes, sleepless, AP5.279 (Agath.); αὐαλέῃ ἐνὶ κόγχῳ prob. in Timo 3.— Late in Prose, Aret.SD2.2, al. (αὑ- Call. l.c.)

Greek (Liddell-Scott)

αὐᾰλέος: -α, -ον, (αὖος) ξηρός, κατάξηρος, μεμαραμμένος, αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ κόμης, αὐχμηρός, αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ἄϋπνος, Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. αὐσταλέος, αὐχμηρός.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig. raide ou immobile de stupeur.
Étymologie: αὖος.

Spanish (DGE)

(αὐᾰλέος) -α, -ον

• Alolema(s): αὑᾰλέος Call.Cer.6
1 seco ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588, cf. D.P.966, αὐαλέος ψαφαρῷ χροΐ Nonn.D.26.104, δάκρυ Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι AP 5.280 (Antiphil.), ἄρτος Androm.103, κόγχος Timo SHell.777
de la boca reseca αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280
de plantas marchito, agostado θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.A.246, ἄμπελος Orph.A.608, cf. AP 7.141 (Antiphil.)
del cabello en total abandono lacio, marchito αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.
2 fig. lánguido, alicaído de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.H.2.78.

• Etimología: v. αὖος.

Greek Monolingual

αὐαλέος, -α, -ον (Α)
1. ξερός, στεγνός
2. μαραμένος, ηλιοκαμένος
3. (για τα μάτια) άυπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος με το επίθημα -αλέος (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)].