βληχάομαι: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(big3_9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[balar]] προβατίων βληχωμένων Ar.<i>Pax</i> 535, <i>Fr</i>.402.5, cf. Men.<i>Her</i>.73, μήλων χιλιάδες ... βληχῷντο Theoc.16.92, οἶες <i>AP</i> 7.657 (Leon.), ποίμνιον Longus 3.13.1, cf. 1.32.3, τὰ θρέμματα Hierocl.<i>Facet</i>.47, πρόβατον Ast.Am.<i>Hom</i>.5.8.3<br /><b class="num">•</b>fig. de los miembros del coro imitando anim., Ar.<i>Pl</i>.293<br /><b class="num">•</b>tb. en sent. irón. c. ac. int. βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ... τὸν ἔξηχον πάταγον balar y graznar la horrísona algarabía</i> de hombres y anim. tras la resurrección, Porph.<i>Chr</i>.35.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[βληχή]]. | |dgtxt=[[balar]] προβατίων βληχωμένων Ar.<i>Pax</i> 535, <i>Fr</i>.402.5, cf. Men.<i>Her</i>.73, μήλων χιλιάδες ... βληχῷντο Theoc.16.92, οἶες <i>AP</i> 7.657 (Leon.), ποίμνιον Longus 3.13.1, cf. 1.32.3, τὰ θρέμματα Hierocl.<i>Facet</i>.47, πρόβατον Ast.Am.<i>Hom</i>.5.8.3<br /><b class="num">•</b>fig. de los miembros del coro imitando anim., Ar.<i>Pl</i>.293<br /><b class="num">•</b>tb. en sent. irón. c. ac. int. βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ... τὸν ἔξηχον πάταγον balar y graznar la horrísona algarabía</i> de hombres y anim. tras la resurrección, Porph.<i>Chr</i>.35.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[βληχή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βληχάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐβληχησάμην</i>, αποθ., [[βελάζω]], [[γογγύζω]], λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
aor.
A ἐβληχησάμην AP 7.657 (Leon.), Longus 3.13:—bleat, of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.387.5; βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε . . μέλη Id.Pl.293; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Id.V. 570: metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον Porph.Chr.35; βληχοῖντο (as if from βληχέομαι) is v.l. for βληχῷντο in Theoc.16.92.
German (Pape)
[Seite 449] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βληχάομαι: ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … μέλη ὁ αὐτ. Πλ. 293· - ὡσαύτως ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. βληχή, βληχάς, Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ λέξις εἶναι ἀπομίμησις τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, ὅπως τὸ μηκάομαι, συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, μυκάομαι ἐπὶ ταύρων, βρυχάομαι ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. ἐβληχησάμην;
1 bêler;
2 p. ext. pousser des vagissements.
Étymologie: βληχή.
Spanish (DGE)
balar προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.402.5, cf. Men.Her.73, μήλων χιλιάδες ... βληχῷντο Theoc.16.92, οἶες AP 7.657 (Leon.), ποίμνιον Longus 3.13.1, cf. 1.32.3, τὰ θρέμματα Hierocl.Facet.47, πρόβατον Ast.Am.Hom.5.8.3
•fig. de los miembros del coro imitando anim., Ar.Pl.293
•tb. en sent. irón. c. ac. int. βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ... τὸν ἔξηχον πάταγον balar y graznar la horrísona algarabía de hombres y anim. tras la resurrección, Porph.Chr.35.
• Etimología: v. βληχή.
Greek Monotonic
βληχάομαι: αόρ. αʹ ἐβληχησάμην, αποθ., βελάζω, γογγύζω, λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.