βοήθημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[ayuda]], [[auxilio]] c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11<br /><b class="num">•</b>c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males</i> D.Chr.38.12, Phld.<i>Diu</i>.46<br /><b class="num">•</b>plu. [[recursos]] ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.<i>Rh</i>.1405<sup>a</sup>7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX <i>Sap</i>.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2<i>Ma</i>.15.8.<br /><b class="num">2</b> medic. [[remedio]], [[tratamiento]] Hp.<i>VM</i> 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.<i>Interrog</i>.70, Gal.9.678, 17(2).226<br /><b class="num">•</b>comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.<i>P</i>.3.280, con los de la oratoria, Olymp.<i>in Grg</i>.3.9, 6.11.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[ayuda]], [[auxilio]] c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11<br /><b class="num">•</b>c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males</i> D.Chr.38.12, Phld.<i>Diu</i>.46<br /><b class="num">•</b>plu. [[recursos]] ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.<i>Rh</i>.1405<sup>a</sup>7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX <i>Sap</i>.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2<i>Ma</i>.15.8.<br /><b class="num">2</b> medic. [[remedio]], [[tratamiento]] Hp.<i>VM</i> 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.<i>Interrog</i>.70, Gal.9.678, 17(2).226<br /><b class="num">•</b>comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.<i>P</i>.3.280, con los de la oratoria, Olymp.<i>in Grg</i>.3.9, 6.11.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[βοήθημα]]) [[βοηθώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέσο]] με το οποίο παρέχεται η [[βοήθεια]] ή το [[πράγμα]] που χρησιμεύει για [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] ή [[σύγγραμμα]] από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο [[μελετητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταφύγιο]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοήθημα Medium diacritics: βοήθημα Low diacritics: βοήθημα Capitals: ΒΟΗΘΗΜΑ
Transliteration A: boḗthēma Transliteration B: boēthēma Transliteration C: voithima Beta Code: boh/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A resource, Arist.Rh.1405a7 (pl.); assistance, πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3: in pl., succours, τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2.    2 remedy, Hp.VM13, D.S.1.25, Dsc.4.83, S.E.P.3.280.

German (Pape)

[Seite 451] τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βοήθημα: -ατος, τό, βοήθεια, καταφύγιον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 8 · ἐπικουρία, πρός τι Πολύβ. 1. 22, 3. 2) θεραπεία, φάρμακον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Διόδ. 1. 25.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 ayuda, auxilio c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10
c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11
c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males D.Chr.38.12, Phld.Diu.46
plu. recursos ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.Rh.1405a7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX Sap.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2Ma.15.8.
2 medic. remedio, tratamiento Hp.VM 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.Interrog.70, Gal.9.678, 17(2).226
comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.P.3.280, con los de la oratoria, Olymp.in Grg.3.9, 6.11.

Greek Monolingual

το (AM βοήθημα) βοηθώ
νεοελλ.
1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια
2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής
αρχ.-μσν.
φάρμακο
αρχ.
καταφύγιο.