βοτρυδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(big3_9)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βοτρῡδόν)<br />adv. [[en racimos]] τὰ δὲ [[ἄνθη]] πέφυκεν ... β. Thphr.<i>HP</i> 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη β. ἐν ταλάρῳ Philostr.<i>Im</i>.1.31.3<br /><b class="num">•</b>fig. de abejas [[en enjambre]] β. πέτονται <i>Il</i>.2.89, cf. Philostr.<i>VA</i> 3.46, <i>Gp</i>.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ β. Arist.<i>Fr</i>.334, cf. Opp.<i>H</i>.1.550, de una multitud, Luc.<i>Pisc</i>.42.
|dgtxt=(βοτρῡδόν)<br />adv. [[en racimos]] τὰ δὲ [[ἄνθη]] πέφυκεν ... β. Thphr.<i>HP</i> 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη β. ἐν ταλάρῳ Philostr.<i>Im</i>.1.31.3<br /><b class="num">•</b>fig. de abejas [[en enjambre]] β. πέτονται <i>Il</i>.2.89, cf. Philostr.<i>VA</i> 3.46, <i>Gp</i>.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ β. Arist.<i>Fr</i>.334, cf. Opp.<i>H</i>.1.550, de una multitud, Luc.<i>Pisc</i>.42.
}}
{{grml
|mltxt=[[βοτρυδόν]] και βοτρυηδόν <b>επίρρ.</b> (Α) [[βότρυς]]<br />[[πυκνά]], με [[αφθονία]] σαν τις ρόγες του σταφυλιού.
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῡδόν Medium diacritics: βοτρυδόν Low diacritics: βοτρυδόν Capitals: ΒΟΤΡΥΔΟΝ
Transliteration A: botrydón Transliteration B: botrydon Transliteration C: votrydon Beta Code: botrudo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a bunch of grapes: in clusters, β. πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1; τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550; τὰ ἄνθη πέφυκεν β. Thphr.HP3.16.4: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.

German (Pape)

[Seite 455] traubenförmig, πέτονται, von den schwarmweis fliegenden Bienen, Il. 2, 89 (ἅπαξ εἰρημ.); von dem Blüthenstande, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρῡδόν: ἐπίρρ. (βότρυς), ὡς βότρυς, κατὰ τὸ εἶδος βότρυος, ὡς σταφυλή, βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - ὡσαύτως βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
par grappe, en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

(βοτρῡδόν)
adv. en racimos τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ... β. Thphr.HP 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη β. ἐν ταλάρῳ Philostr.Im.1.31.3
fig. de abejas en enjambre β. πέτονται Il.2.89, cf. Philostr.VA 3.46, Gp.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550, de una multitud, Luc.Pisc.42.

Greek Monolingual

βοτρυδόν και βοτρυηδόν επίρρ. (Α) βότρυς
πυκνά, με αφθονία σαν τις ρόγες του σταφυλιού.