βρένθος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[orgullo]], [[arrogancia]] ἀπομνημονεύσω δ' [[ἐγώ]], εἰ καὶ πολλά ἐστι τὰ λεχθέντα, διὰ τὸν [[βρένθον]] ὑμῶν τὸν πολύν, ὦ φιλόσοφοι Ath.611e.<br /><b class="num">2</b> orn., n. de un [[pájaro]] acuático sin identificar, Arist.<i>HA</i> 609<sup>a</sup>23, Ael.<i>NA</i> 5.48<br /><b class="num">•</b>pero [[pájaro cantor]] quizá el mirlo ὄρνεον β., ὅπερ ἔνιοι κόσσυφον λέγουσιν Hsch., cf. Arist.<i>HA</i> 615<sup>a</sup>16 (cód., pero v. [[βρίνθος]]).<br /><b class="num">3</b> [[tumba]] Hsch., <i>AB</i> 223.14.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se ha rel. lat. <i>grandis</i>. Otros c. ruso <i>grudĭ</i> de *<i>ghr(o)udh</i>- que tb. estaría en a. inglés <i>grēada</i> ‘pecho’ y airl. <i>grūad</i>. | |dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[orgullo]], [[arrogancia]] ἀπομνημονεύσω δ' [[ἐγώ]], εἰ καὶ πολλά ἐστι τὰ λεχθέντα, διὰ τὸν [[βρένθον]] ὑμῶν τὸν πολύν, ὦ φιλόσοφοι Ath.611e.<br /><b class="num">2</b> orn., n. de un [[pájaro]] acuático sin identificar, Arist.<i>HA</i> 609<sup>a</sup>23, Ael.<i>NA</i> 5.48<br /><b class="num">•</b>pero [[pájaro cantor]] quizá el mirlo ὄρνεον β., ὅπερ ἔνιοι κόσσυφον λέγουσιν Hsch., cf. Arist.<i>HA</i> 615<sup>a</sup>16 (cód., pero v. [[βρίνθος]]).<br /><b class="num">3</b> [[tumba]] Hsch., <i>AB</i> 223.14.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se ha rel. lat. <i>grandis</i>. Otros c. ruso <i>grudĭ</i> de *<i>ghr(o)udh</i>- que tb. estaría en a. inglés <i>grēada</i> ‘pecho’ y airl. <i>grūad</i>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βρένθος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού<br /><b>2.</b> [[είδος]] ωδικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[αλαζονικός]] [[τρόπος]], [[υπεροψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[βρένθος]], [[βρενθύομαι]] αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η [[μεταξύ]] τους [[ακριβής]] [[σχέση]]. Η [[σημασία]] (3) του [[βρένθος]] «[[αλαζονικός]] [[τρόπος]], [[υπεροψία]]» οφείλεται πιθ. σε μεταφορική [[χρήση]] του ονόματος του πτηνού, αν δεν προήλθε από τη [[σημασία]] του [[βρενθύομαι]] «[[κομπάζω]], [[υπερηφανεύομαι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, an unknown
A water-bird, Arist.HA609a23, Ael.NA5.48, but in Arist.HA615a16 (with v.l. βρίνθος) some kind of singingbird ( = κόσσυφος, Hsch.). II haughty carriage, arrogance, Ath. 13.611e. III tomb, Hsch.
German (Pape)
[Seite 463] ὁ, 1) ein Wasservogel, Arist. H. A. 9, 1. 11. – 2) von dessen stolzen Gebehrden übertr., das sich Brüsten, Stolz, Ath. XIII, 611 e. Davon
Greek (Liddell-Scott)
βρένθος: ὁ, ἄγνωστόν, τι θαλάσσιον πτηνόν, ἔχον μεγαλοπρεπὲς τὸ παράστημα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 16· ἀλλ’ αὐτόθι 11. 5 (μετὰ δι. γραφ. βρίνθος) εἶδος ᾠδικοῦ πτηνοῦ ΙΙ. τρόπος ὑπεροπτικός, ἀλαζονεία, Ἀθήν. 611Ε· (πρβλ. σκώπτω, σκώψ).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 orgullo, arrogancia ἀπομνημονεύσω δ' ἐγώ, εἰ καὶ πολλά ἐστι τὰ λεχθέντα, διὰ τὸν βρένθον ὑμῶν τὸν πολύν, ὦ φιλόσοφοι Ath.611e.
2 orn., n. de un pájaro acuático sin identificar, Arist.HA 609a23, Ael.NA 5.48
•pero pájaro cantor quizá el mirlo ὄρνεον β., ὅπερ ἔνιοι κόσσυφον λέγουσιν Hsch., cf. Arist.HA 615a16 (cód., pero v. βρίνθος).
3 tumba Hsch., AB 223.14.
• Etimología: Se ha rel. lat. grandis. Otros c. ruso grudĭ de *ghr(o)udh- que tb. estaría en a. inglés grēada ‘pecho’ y airl. grūad.
Greek Monolingual
βρένθος, ο (Α)
1. ονομασία μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού
2. είδος ωδικού πτηνού
3. αλαζονικός τρόπος, υπεροψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βρένθος, βρενθύομαι αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η μεταξύ τους ακριβής σχέση. Η σημασία (3) του βρένθος «αλαζονικός τρόπος, υπεροψία» οφείλεται πιθ. σε μεταφορική χρήση του ονόματος του πτηνού, αν δεν προήλθε από τη σημασία του βρενθύομαι «κομπάζω, υπερηφανεύομαι»].