διαμαστροπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
(big3_11)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[prostituir]] fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας prostituido el supremo poder con bodas</i> Plu.<i>Caes</i>.14, cf. App.<i>BC</i> 2.14.
|dgtxt=[[prostituir]] fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας prostituido el supremo poder con bodas</i> Plu.<i>Caes</i>.14, cf. App.<i>BC</i> 2.14.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμαστροπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προάγω]] σε [[ατιμία]], [[προωθώ]], [[εκπορνεύω]], [[διαφθείρω]]· <i>δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις</i>, [[ξεπουλώ]] το [[κράτος]] με ένα γάμο, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμαστροπεύω Medium diacritics: διαμαστροπεύω Low diacritics: διαμαστροπεύω Capitals: ΔΙΑΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diamastropeúō Transliteration B: diamastropeuō Transliteration C: diamastropeyo Beta Code: diamastropeu/w

English (LSJ)

   A pander: metaph. in Pass., -ομένης τῆς ἡγεμονίας γάμοις bargained away by a marriage, Plu.Caes.14.

German (Pape)

[Seite 589] verkuppeln; ἡγεμονία γάμοις -ομένη Plut. Caes. 14, der Oberbefehl wird durch eine Heirath vergeben.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστροπεύω: μεσιτεύω πρὸς ἀτιμίαν, προαγωγεύω, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ κράτος ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: διά, μαστροπεύω.

Spanish (DGE)

prostituir fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας prostituido el supremo poder con bodas Plu.Caes.14, cf. App.BC 2.14.

Greek Monotonic

διαμαστροπεύω: μέλ. -σω, προάγω σε ατιμία, προωθώ, εκπορνεύω, διαφθείρω· δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, ξεπουλώ το κράτος με ένα γάμο, σε Πλούτ.