διαμηχανάομαι: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(big3_11) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(διαμηχᾰνάομαι) <b class="num">1</b> c. dif. complet. [[esforzarse por]], [[intentar por todos los medios que]] c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.<i>Smp</i>.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.<i>Cat.Mi</i>.19, cf. <i>Ant</i>.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.<i>Ep</i>.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.<i>Eq</i>.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.<i>Lg</i>.746c, cf. <i>Smp</i>.213c, Lib.<i>Ep</i>.92.<br /><b class="num">2</b> c. compl. en ac. [[idear]], [[inventar]] τοῦτο Plu.<i>Cat.Mi</i>.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως <i>Hom.Clem</i>.19.20.<br /><b class="num">3</b> [[emplear]], [[utilizar]] en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.<i>Trag</i>.23. | |dgtxt=(διαμηχᾰνάομαι) <b class="num">1</b> c. dif. complet. [[esforzarse por]], [[intentar por todos los medios que]] c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.<i>Smp</i>.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.<i>Cat.Mi</i>.19, cf. <i>Ant</i>.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.<i>Ep</i>.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.<i>Eq</i>.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.<i>Lg</i>.746c, cf. <i>Smp</i>.213c, Lib.<i>Ep</i>.92.<br /><b class="num">2</b> c. compl. en ac. [[idear]], [[inventar]] τοῦτο Plu.<i>Cat.Mi</i>.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως <i>Hom.Clem</i>.19.20.<br /><b class="num">3</b> [[emplear]], [[utilizar]] en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.<i>Trag</i>.23. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A bring about, contrive, δ. ὅπως . . Ar.Eq.917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου Pl.Smp.179d.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; ὅπως, 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμηχᾰνάομαι: ἀποθ., ἐφευρίσκω, κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. ὅπως… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
essayer par toutes sortes de moyens.
Étymologie: διά, μηχανάω.
Spanish (DGE)
(διαμηχᾰνάομαι) 1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.Smp.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.Ep.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.Eq.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar τοῦτο Plu.Cat.Mi.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως Hom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.Trag.23.
Greek Monotonic
διαμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.