διατροπή: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cambio]], [[convulsión]] ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖς Plb.11.6.9<br /><b class="num">•</b>[[disuasión]] τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ. I.<i>BI</i> 2.351.<br /><b class="num">2</b> [[confusión]], [[desorden]] τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένου <i>PTeb</i>.27.104 (II a.C.), cf. Cic.<i>Att</i>.180.7<br /><b class="num">•</b>[[susto]], [[aturdimiento]] δ. καὶ κατάπληξις Plb.1.16.4, ταραχὴ καὶ δ. Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) <i>Herc</i>.831.7.2, Phld.<i>Rh</i>.1.219, δ. καὶ φόβος D.S.17.41, cf. 32.6.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cambio]], [[convulsión]] ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖς Plb.11.6.9<br /><b class="num">•</b>[[disuasión]] τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ. I.<i>BI</i> 2.351.<br /><b class="num">2</b> [[confusión]], [[desorden]] τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένου <i>PTeb</i>.27.104 (II a.C.), cf. Cic.<i>Att</i>.180.7<br /><b class="num">•</b>[[susto]], [[aturdimiento]] δ. καὶ κατάπληξις Plb.1.16.4, ταραχὴ καὶ δ. Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) <i>Herc</i>.831.7.2, Phld.<i>Rh</i>.1.219, δ. καὶ φόβος D.S.17.41, cf. 32.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[διατροπή]], η (Α) [[διατρέπω]]<br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έκπληξη]], [[ταραχή]]<br /><b>2.</b> [[αποτυχία]], [[καταστροφή]]<br /><b>3.</b> [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>4.</b> [[λύπη]], [[συμπάθεια]], [[ευσπλαγχνία]]<br /><b>5.</b> [[αποτροπή]] από [[σφάλμα]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατροπή Medium diacritics: διατροπή Low diacritics: διατροπή Capitals: ΔΙΑΤΡΟΠΗ
Transliteration A: diatropḗ Transliteration B: diatropē Transliteration C: diatropi Beta Code: diatroph/

English (LSJ)

ἡ,

   A confusion, agitation, PTeb.27.104 (ii B.C.), Plb.1.16.4,al., Onos.42.2 (pl.); fiasco, debâcle, Cic.Att.9.13.7.    2 disgust, Metrod.Herc.831.7, 19, cf. Phld.Rh.1.219 S.; δ. καὶ φόβος D.S.17.41.    3 pity, sympathy, Anon. ap. Suid.    4 δ. τοῖς ἀδικοῦσι γίνεσθαι divert them from wrongdoing, J.BJ2.16.4.

German (Pape)

[Seite 608] ἡ (s. διατρέπω), Bestürzung; εἰς τοσαύτην ἤγαγε διατροπήν Pol. 8, 7, 3; εἰς δ. ἐμπίπτειν, 16, 8, 10; καὶ φόβον παρέχειν, D. Sic. 17, 41. Auch = Schande, Cic. Att. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

διατροπή: ἡ, σύγχυσις, ταραχή, ἔκπληξις, Πολύβ. 1.16,4, κτλ. 2) αἰσχύνη, ἐντροπή, Κικέρ. Ἀττικ. 9,13.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 cambio, convulsión ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖς Plb.11.6.9
disuasión τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ. I.BI 2.351.
2 confusión, desorden τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένου PTeb.27.104 (II a.C.), cf. Cic.Att.180.7
susto, aturdimiento δ. καὶ κατάπληξις Plb.1.16.4, ταραχὴ καὶ δ. Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) Herc.831.7.2, Phld.Rh.1.219, δ. καὶ φόβος D.S.17.41, cf. 32.6.

Greek Monolingual

διατροπή, η (Α) διατρέπω
1. σύγχυση, έκπληξη, ταραχή
2. αποτυχία, καταστροφή
3. δυσαρέσκεια
4. λύπη, συμπάθεια, ευσπλαγχνία
5. αποτροπή από σφάλμα.