ἐνελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(big3_14)
(12)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[clavar]], [[hundir]] ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον [[ἔγχος]] <i>Il</i>.20.259, fig. ὁπόταν τις ... καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.<i>P</i>.8.9.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[lanzarse contra]], [[atacar]] ὥστε καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα ... ἐνελαύνεσθαι D.C.49.30.3.
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[clavar]], [[hundir]] ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον [[ἔγχος]] <i>Il</i>.20.259, fig. ὁπόταν τις ... καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.<i>P</i>.8.9.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[lanzarse contra]], [[atacar]] ὥστε καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα ... ἐνελαύνεσθαι D.C.49.30.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνελαύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μπήγω]], [[βυθίζω]] [[μέσα]] με [[ορμή]] («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον [[ἔγχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνελαύνω Medium diacritics: ἐνελαύνω Low diacritics: ενελαύνω Capitals: ΕΝΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: enelaúnō Transliteration B: enelaunō Transliteration C: enelayno Beta Code: e)nelau/nw

English (LSJ)

   A drive in or into, c. dat., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ἔγχος Il.20.259, cf. Pi.N.10.70: metaph., καρδίᾳ κότον Id.P.8.9:—Med., drive in or on, D.C.49.30.

German (Pape)

[Seite 837] (s. ἐλαύνω), hineintreiben, -stoßen; Hom. in tmesi, wie Pind. N. 10, 131; übertr., ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8, 9, Groll tief ins Herz senken. – Med. ἐνελαύνεσθαι, von Wagen, darauffahren, D. Cass. 49, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω τι μεθ’ ὁρμῆς εἴς τι, μετὰ δοτ., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν... ἔγχος, ἐν τμήσει, ἀντὶ ἐνήλασε δεινῷ σάκει κτλ., Ἰλ. Υ. 259, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 131· μεταφ., ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ ὁ αὐτ. Π. 8. 11. - Μέσ., ἐλαύνω ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, οὕτω γὰρ δεινῶς ἰσχυρίζεται (ἡ φάλαγξ) ὥστε καὶ βαδίζειν τινὰς ἐπάνωθεν αὐτῆς, καὶ προσέτι καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα... ἐνελαύνεσθαι Δίων Κ. 49. 30.

French (Bailly abrégé)

pousser dans, faire pénétrer dans, enfoncer dans, ἔν τινι;
Moy. ἐνελαύνομαι s’élancer dans ou contre.
Étymologie: ἐν, ἐλαύνω.

English (Slater)

ἐνελαύνω
   1 drive into, implant c. acc. & dat. ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9)

Spanish (DGE)

1 tr. clavar, hundir ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος Il.20.259, fig. ὁπόταν τις ... καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.P.8.9.
2 intr. en v. med. lanzarse contra, atacar ὥστε καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα ... ἐνελαύνεσθαι D.C.49.30.3.

Greek Monolingual

ἐνελαύνω (Α)
1. μπήγω, βυθίζω μέσα με ορμή («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.).