ἐξάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se aparta de la figura normal del cuerpo humano]], [[deforme]] ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.<i>SA</i> 1.6.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se aparta de los demás hombres]], de los epilépticos, [[insociable]] Aret.<i>SD</i> 1.4.3.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se aparta de la figura normal del cuerpo humano]], [[deforme]] ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.<i>SA</i> 1.6.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se aparta de los demás hombres]], de los epilépticos, [[insociable]] Aret.<i>SD</i> 1.4.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξάνθρωπος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[απάνθρωπος]], έξω από την ανθρώπινη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επιληπτικούς) [[ακοινώνητος]]<br /><b>2.</b> (για [[ασθένεια]]) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάνθρωπος Medium diacritics: ἐξάνθρωπος Low diacritics: εξάνθρωπος Capitals: ΕΞΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: exánthrōpos Transliteration B: exanthrōpos Transliteration C: eksanthropos Beta Code: e)ca/nqrwpos

English (LSJ)

ον,

   A unsociable, of epileptics, Aret.SD1.4.    II ἐ. ἡ συμφορή it (epilepsy) is an inhuman calamity, Id.SA1.6.

German (Pape)

[Seite 869] entmenscht, unmenschlich, Sp.; auch act., συμφορά, unmenschlich, wild machend, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάνθρωπος: -ον, ἔξω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀπάνθρωπος, Εὐστ. Πονημάτ. 63. 44. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τινα ἔξω ἑαυτοῦ, ἐπιφέρων μανίαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se aparta de la figura normal del cuerpo humano, deforme ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.SA 1.6.8.
2 que se aparta de los demás hombres, de los epilépticos, insociable Aret.SD 1.4.3.

Greek Monolingual

ἐξάνθρωπος, -ον (AM)
μσν.
απάνθρωπος, έξω από την ανθρώπινη φύση
αρχ.
1. (για επιληπτικούς) ακοινώνητος
2. (για ασθένεια) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.