ἐξανασπάω: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(big3_15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[arrancar]], [[extirpar]] c. gen. o ἐκ y gen. τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Hdt.5.85, πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρων E.<i>Ph</i>.1132, (ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονός E.<i>Ba</i>.1110. | |dgtxt=[[arrancar]], [[extirpar]] c. gen. o ἐκ y gen. τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Hdt.5.85, πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρων E.<i>Ph</i>.1132, (ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονός E.<i>Ba</i>.1110. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξανασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[αποσπώ]], [[ξεκολλώ]] από, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[κομματιάζω]], ξερριζώνω από, <i>χθονός</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A tear away from, ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.85; βάθρων E. Ph.1132: tear up from, [ἐλάτην] χθονός Id.Ba.1110.
German (Pape)
[Seite 868] (s. σπάω), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανασπάω: μέλλ. -άσω, ἐξάγω τι βιαίως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, ἐκριζόω, «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tirer du fond de : ἔκ τινος du fond de qch.
Étymologie: ἐξ, ἀνασπάω.
Spanish (DGE)
arrancar, extirpar c. gen. o ἐκ y gen. τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Hdt.5.85, πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρων E.Ph.1132, (ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονός E.Ba.1110.
Greek Monotonic
ἐξανασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ], αποσπώ, ξεκολλώ από, σε Ηρόδ., Ευρ.· κομματιάζω, ξερριζώνω από, χθονός, στον ίδ.