fanfarrón: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγέρωχος]], [[ | |sltx=[[ἀγέρωχος]], [[ἀλαζονίας]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀλαζών]], [[ἀλαζωνίας]], [[ἀνεμώλιος]], [[ἀπειλητήρ]], [[αὐχαλέος]], [[αὐχήεις]], [[αὐχηματίας]], [[αὐχηματικός]], [[αὐχητής]], [[αὐχητικός]], [[ἀφροσιβόμβαξ]], [[βουγάϊος]], [[βουεργέτης]], [[γαύρηξ]], [[ἐξαλλάκτης]], [[Θράσων]], [[καυχηματίας]], [[καυχηματικός]], [[καυχήμων]], [[καυχητής]], [[κομπαστής]], [[κομπαστικός]], [[κομπολακύθης]], [[κομπώδης]], [[μεγάλαυχος]], [[μεγαυχής]], [[περιαυτολογικός]], [[ῥαχιστής]], [[ὑψαγόρας]], [[ὑψίκομπος]], [[φανταστής]], [[φίλαυχος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 03:59, 6 May 2020
Spanish > Greek
ἀγέρωχος, ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, ἀλαζωνίας, ἀνεμώλιος, ἀπειλητήρ, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχηματικός, αὐχητής, αὐχητικός, ἀφροσιβόμβαξ, βουγάϊος, βουεργέτης, γαύρηξ, ἐξαλλάκτης, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαυχής, περιαυτολογικός, ῥαχιστής, ὑψαγόρας, ὑψίκομπος, φανταστής, φίλαυχος