κομπολακύθης
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
or κομπολάκυθος, ου, ὁ, braggart, Ar.Ach.589, 1182, perhaps with a play on Lamachus.
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, Prahlhans, komischer Vogelname Ar. Ach. 589, zur Verhöhnung des Lamachus, Schol. ματαιόκομπος.
Greek Monolingual
κομπολακύθης και κομπολάκυθος, ὁ (Α)
(κωμ. λ. στον Αριστοφ.) μεγάλος κομπαστής, κομπορρήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λάκυθος, ἡ «καλλωπισμός του λόγου»].
Russian (Dvoretsky)
κομπολᾱκύθης: ου (ῠ) ὁ хвастун, бахвал Arph.
Translations
boastful
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам