ἰσχάς: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(eksahir)
(18)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[higo seco]]
|esgtx=[[higo seco]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰσχάς]], -[[άδος]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ισχάδα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἰσχάς]], -[[άδος]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ελιά]]) ώριμη, παραγινωμένη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξηρό [[σύκο]]<br /><b>2.</b> [[απόφυση]] στον πρωκτό η οποία μοιάζει με [[σύκο]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] ευφόρβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει στη λεξιλογική [[οικογένεια]] του επιθ. [[ἰσχνός]] και [[είναι]] και αυτή αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ένα έρρινο θ. σε -<i>n</i> και [[είναι]] σχηματισμένη [[κατά]] τα [[οινάς]], [[μυρτάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ισχάδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ισχαδοκάρυον]], [[ισχαδοπώλης]], [[ισχαδοφάγος]]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχάς Medium diacritics: ἰσχάς Low diacritics: ισχάς Capitals: ΙΣΧΑΣ
Transliteration A: ischás Transliteration B: ischas Transliteration C: ischas Beta Code: i)sxa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ἰσχνός)

   A dried fig, Ar.Eq.755, Hermipp.63.16, Alex. 162.15, Arist.HA577a10, IG22.1013.24, PCair.Zen.110 (iii B.C.), Theoc.1.147, etc.; ἰσχάδος ἐγκώμιον POxy.2084; also, of over-ripe olives, Eust.1963.55.    2 spurge, Euphorbia Apios, Thphr.HP9.9.6, Dsc.4.175, Plin.HN26.72.    II (ἴσχω) that which holds, anchor, S.Fr.761, Luc.Lex.15.

German (Pape)

[Seite 1272] άδος, ἡ (vgl. ἰσχνός), die getrocknete Feige; Ar. Equ. 752; com. bei Ath. I, 27 f II, 75 b; öfter in Anth.; – Feigwarze, M. Arg. 22 (Plan. 241), Philp. 56 (Plan. 240). – Sprichwörtl. ἀντ' ἰσχάδος, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων, Par. App. 1, 32. – Eine Art Wolfsmilch, Theophr., Diosc. – Bei Soph. frg. 699 Ath. III, 99 d der Anker des Schiffes, der es festhält, von ἴσχω; vgl. Luc. Lexiph. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχάς: -άδος, ἡ, (ἰσχνὸς) ξηρὸν σῦκον, Ἀριστοφ. Ἰππ. 755, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 27F, 75 Β, κτλ.· περίφημοι ἦσαν αἱ τῆς Ἀττικῆς ἰσχάδες, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123.24, καὶ ἴδε τὴν λ. παράσημον: - ὡσαύτως, «τὰς δρυπετεῖς καὶ γεργερίμους ἐλάας (τὰς ὡρίμου δηλ.) καὶ ἰσχάδας οἱ πάλαι ἔλεγον» Εὐστ. 1963. 55. 2) εἶδος εὐφορβίου, (φυτόν), Euphorhia Apios, Θεφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 6. ΙΙ. (ἴσχω), τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ στερεῶς, ἄγκυρα Σοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 15, Ἀθην. 991).

French (Bailly abrégé)

1άδος (ἡ) :
figue sèche, fruit.
Étymologie: cf. ἰσχνός.
Par. ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ, φιβάλεως.
2άδος (ἡ) :
ancre.
Étymologie: ἴσχω.

Spanish

higo seco

Greek Monolingual

(I)
ἰσχάς, -άδος (Α)
βλ. ισχάδα.———————— (II)
ἰσχάς, -άδος, ή (ΑΜ)
μσν.
(για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη
αρχ.
1. ξηρό σύκο
2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο
3. το φυτό ευφόρβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια του επιθ. ἰσχνός και είναι και αυτή αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ένα έρρινο θ. σε -n και είναι σχηματισμένη κατά τα οινάς, μυρτάς.
ΠΑΡ. αρχ. ισχάδιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ισχαδοκάρυον, ισχαδοπώλης, ισχαδοφάγος].