ῥοῦς: Difference between revisions
(eksahir) |
(36) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[zumaque]] | |esgtx=[[zumaque]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. [[ῥόος]] και κυπρ. τ. ῥόFος, Α<br /><b>1.</b> η ροή, η [[κίνηση]], το [[ρεύμα]] του νερού (α. «ο [[ρους]] του Αράχθου», β. «Βόσπορον [[ῥόον]] θεοῡ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «ἱερὸν [[ῥόον]] Ἀλφειοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φορά]], [[κατεύθυνση]], [[πορεία]] (α. «ο [[ρους]] της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῡν, ᾗ ἄν [[οὗτος]] φέρῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ [[ῥόον]]» ή «κατὰ ῥοῡν»<br />i) [[κατά]] την [[κατεύθυνση]] του ρεύματος, όπως [[πάει]] το [[ρεύμα]] («[[εἰκῇ]] κατὰ ῥοῡν πλέοντας», Φιλόδ.<br />ii) [[γρήγορα]], απότομα («τὰ πράγματα κατὰ [[ῥόον]] ἐφέρετο [[ὥσπερ]] ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)<br />iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῡν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ρεύμα]] («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῡ ῥοῡ καὶ τοῡ ἀνέμου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρεύμα]] ανέμου<br /><b>3.</b> [[ρύση]], [[έκκριση]] νοσηρών υγρών από το [[σώμα]] («νενοσηκὸς δὲ τοῡτο τὸ [[αἷμα]] καλεῑται ῥοῡς», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ and ἡ: uncontr. acc. sg. masc.
A ῥόον Hp.Mul.1.31; dat. sg. fem. ῥόῳ ib.78; gen. ῥοῦ Id.Nat.Mul.32,34, Thphr.HP3.18.5 (fem.), etc.; but ῥοός Hp.Mul.2.181, Dsc.1.108; dat. ῥοΐ interpol. in Dorio ap. Ath.7.309f:—sumach, Rhus coriaria, Dsc. l.c. 2 its fruit, Sol.41, Antiph.142.2, Alex.127.6, PCair.Zen.83.4, 702.29 (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥ. Συριακή Gal.19.741; ῥ. ἐρυθρός Hp.Mul.1.31, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:— of another, in tanning, ῥ. βυρσοδεψική Hp.Mul.1.78; σκυτοδεψικός Ruf. ap. Orib.8.24.3. II red ray, Lolium perenne, Dsc.4.43.B: ῥοῦς, ὁ, Att. contr. for ῥόος (stream, flow of water, current). II v. ῥόον.
German (Pape)
[Seite 849] ὁ u. ἡ, gen. ῥοῦ u. ῥοός, s. Lob. Phryn. 87, ein kleiner Baum, dessen Rinde und Frucht zum Gerben des Leders gebraucht ward, wahrscheinlich der Sumach, Essigbaum oder Hirschkolbenbaum, rhus cotinus Linn., Theophr. u. A. – Von einer Art wurde die Frucht als Gewürz gebraucht, Ath. II, 68 u. öfter. ὁ, att. zsgzgn statt ῥόος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοῦς: ὁ, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ ῥόος.
French (Bailly abrégé)
1ῥοῦ (ὁ) :
att. c. ῥόος.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α
1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα του νερού (α. «ο ρους του Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ.
γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῡν, ᾗ ἄν οὗτος φέρῃ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
φρ. «κατὰ ῥόον» ή «κατὰ ῥοῡν»
i) κατά την κατεύθυνση του ρεύματος, όπως πάει το ρεύμα («εἰκῇ κατὰ ῥοῡν πλέοντας», Φιλόδ.
ii) γρήγορα, απότομα («τὰ πράγματα κατὰ ῥόον ἐφέρετο ὥσπερ ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)
iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῡν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)
αρχ.
1. θαλάσσιο ρεύμα («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῡ ῥοῡ καὶ τοῡ ἀνέμου», Θουκ.)
2. ρεύμα ανέμου
3. ρύση, έκκριση νοσηρών υγρών από το σώμα («νενοσηκὸς δὲ τοῡτο τὸ αἷμα καλεῑται ῥοῡς», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοF- του ῥέω + κατάλ. -ος].