τετράγωνος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[tetragonal]] | |esgtx=[[tetragonal]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[τέσσαρες]] and [[γωνία]]; [[four]]-cornered, i.e. [[square]]: foursquare. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 25 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with four angles, but usu. square, Hdt.1.178, 181, 2.124, Hp.Fract.13; δοκοὶ τ. squared, Th.4.112; ξύλα τ. IG12.313.101, 42(1).108.162, al. (Epid., iv/iii B.C.); τ. ἐργασία, of the Hermes-statues, Th.6.27; πρόσωπον -ότερον Arist.Phgn.809b16; κύκλος τετράγωνος ταῖς ἐπιφανείαις a ring with four surfaces, the breadth of the outer and inner equal to the depth of the two sides, Ptol.Alm.5.1 (with the commentary of Procl.Hyp.6.3). 2 τὸ τ. a square, Pl.R.510d, and freq. in Geom., but sts. of any quadrilateral, Arist.Metaph.1054b2, cf. Hero *Deff.100, Procl. in Euc.p.166 F. b in Tactics, a body of men drawn up in square, X.Lac.12.1; τ. τάξις Th.4.125. 3 τ. ἀριθμός a square number, i.e. a number made up of two equal factors, Pl.Tht.147e, Phld.Sign.1,15. 4 in quartile aspect, Gem.2.16, Max.446, Procl.Hyp.1.16. II metaph., square, i.e. perfect as a square, χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνος τετυγμένος Simon.5.2; τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα φάναι τετράγωνον Arist.Rh.1411b27, cf. EN1100b21. III ἱμάτιον τ., of the χλαῖνα which hung square, while the χλαμύς took a circular form, Id.Fr.500; contrasted with the ἡμικύκλιον formed by the Roman toga, Posidon.36 J., App.BC 5.11. 2 οἱ ἔμποροι καὶ οἱ τὴν τ. ἐργαζόμενοι perh. those who trade in the ἀγορὰ τετράγωνος, Durrbach Choix d'Inscrr. de Délos 138. IV Adv. -νως Philostr.VA7.42.
German (Pape)
[Seite 1097] 1) viereckig, mit vier Ecken od. Winkeln; πυραμίς, Her. 2, 124; τάξις, Thuc. 4, 125; τὸ τετράγωνον, das Viereck, Plat. Theaet. 147 e und öfter; Sp., bes. Mathem. – Auch die Quadratzahl, Plut. Thes. 35. – Ἱμάτιον u. σχῆμα τετράγωνον, die griechische Manteltracht, im Ggstz der röm. toga, die ein ἡμικύκλιον bildete, vgl. Appian. Civ. 5, 11; Ath. V, 213 b. – 2) vierschrötig; zunächst von dickem, gedrungenem Wuchse, so breit wie lang, homo quadratus; auch übertr., von fester, kräftiger, unerschütterlicher Gemüthsart, Simonds. bei Plat. Prot. 344 a; ἄνευ ψόγου, Arist. eth. Nicom. 1, 10, 11, vgl. rhet. 3, 11.
Greek (Liddell-Scott)
τετράγωνος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τὰς τέσσαρας γωνίας ἴσας, ὀρθογώνιον, ἢ μᾶλλον τὸ ἰδίως τετράγωνον, τὸ ἔχον καὶ τὰς πλευρὰς ἴσας, Λατ. quadratus, Ἡρόδ. 1. 178, 181., 2. 124, Ἱππ. Ἀγμ. 761· δοκοὺς τετραγώνους Θουκ. 4. 112, κλπ.· τ. ἐργασία, οἱ Ἑρμαῖ, ὁ αὐτ. 6. 27· - τὸ τετράγωνον Πλάτ. Πολ. 510D, κλπ.· ἰδίως σῶμα στρατιωτῶν παρατεταγμένον ἐν σχήματι τετραγώνῳ, Λατ. agmen quadratum, Ξεν. Λακ. 12, 1· τ. τάξις παρὰ Θουκ. 4. 125. 2) τ. ἀριθμός, δηλ. ἀριθμὸς πολλαπλασιασθεὶς ἐφ’ ἑαυτόν, Πλάτ. Θεαίτ. 147Ε, κλπ. ΙΙ. μεταφ., τέλειος, ὡς τὸ τετράγωνον, χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνος τετυγμένος Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344Α· τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα φάναι τετράγωνον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 2, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11. ΙΙΙ. ἱμάτιον τ., ἡ χλαῖνα ἥτις ἐκρέματο τετράγωνος, ἐν ᾧ ἡ χλαμὺς εἶχε κυκλοτερὲς σχῆμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 458· οὕτω καὶ κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ἡμικύκλιον, ὅπερ ἐσχημάτιζεν ἡ τῶν Ρωμαίων toga, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 213Β, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 11. IV. Ἐπίρρ. -νως, Φιλόστρ. 331.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. quadrangulaire, carré ; τετράγωνος τάξις THC, τὸ τετράγωνον XÉN troupe formée en carré (cf. lat. agmen quadratum) ; particul.
1 t. d’arithm. τετράγωνος ἀριθμός nombre carré;
2 t. de géom. τὸ τετράγωνον PLAT le carré;
II. bien assis, solide, ferme, fort.
Étymologie: τέσσαρες, γωνία.
Spanish
English (Strong)
from τέσσαρες and γωνία; four-cornered, i.e. square: foursquare.