ἀνεπαίσχυντος: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(T22) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀνεπαίσχυντον (alpha privative and ἐπαισχύνω) (Vulg. inconfusibilis), [[hating]] no [[cause]] to be [[ashamed]]: Josephus, Antiquities 18,7, 1); [[unused]] in Greek writings (Winer's Grammar, 236 (221)).) | |txtha=ἀνεπαίσχυντον (alpha privative and ἐπαισχύνω) (Vulg. inconfusibilis), [[hating]] no [[cause]] to be [[ashamed]]: Josephus, Antiquities 18,7, 1); [[unused]] in Greek writings (Winer's Grammar, 236 (221)).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπαίσχυντος]], -ον) [[επαισχύνομαι]]<br />αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[πράξη]]) που δεν προκαλεί [[ντροπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having no cause for shame, 2 Ep.Ti.2.15; μηδὲ -τον ἡγοῦ J.AJ 18.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπαίσχυντος: -ον, ὁ μὴ ἔχω αἰτίαν ἐφ’ ᾗ νὰ αἰσχύνηται, Ἐπιστ. π. Τιμ. Β΄, β΄, 15. ΙΙ. ἀναίσχυντος, - ἐπίρρ. -τως, ἀναισχύντως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrépréhensible, qui n’a pas à rougir.
Étymologie: ἀ, ἐπαισχύνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I que no tiene de que avergonzarse ἐργάτης 2Ep.Ti.2.15, μηδὲ δευτερεύειν ἀνεπαίσχυντον ἡγοῦ I.AI 18.243, cf. Ath.Al.M.25.8B, Basil.M.31.1041A.
II adv. -ως
1 sin tener motivo de vergüenza e.d. debidamente καὶ διὰ γραμμάτων ἐμμαρτυρούμενοι ἀ. κηρύσσομεν Hippol.Haer.proem.8 (p.3.14)
•sin sentirse avergonzado περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἀ. ... ἄγνοιαν ὁμολογεῖν Basil.M.29.668B.
2 sin deshonor de Cristo γεννηθεὶς διὰ γεννητικῶν πόρων ἀ., ἀχράντως Epiph.Const.Exp.Fid.15.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of a compound of ἐπί and αἰσχύνομαι; not ashamed, i.e. irreprehensible: that needeth not to be ashamed.
English (Thayer)
ἀνεπαίσχυντον (alpha privative and ἐπαισχύνω) (Vulg. inconfusibilis), hating no cause to be ashamed: Josephus, Antiquities 18,7, 1); unused in Greek writings (Winer's Grammar, 236 (221)).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπαίσχυντος, -ον) επαισχύνομαι
αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται
νεοελλ.
(πράξη) που δεν προκαλεί ντροπή
αρχ.
αναίσχυντος, αδιάντροπος.