ψιλότης: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του φαλακρού<br /><b>2.</b> (για γυναικείο [[σώμα]]) η [[ιδιότητα]] του λείου<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[έλλειψη]] δασέος πνεύματος, [[απουσία]] δασύτητας.
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του φαλακρού<br /><b>2.</b> (για γυναικείο [[σώμα]]) η [[ιδιότητα]] του λείου<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[έλλειψη]] δασέος πνεύματος, [[απουσία]] δασύτητας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῑλότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[γύμνια]], λέγεται για [[πεδιάδα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φαλακρότητα]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλότης Medium diacritics: ψιλότης Low diacritics: ψιλότης Capitals: ΨΙΛΟΤΗΣ
Transliteration A: psilótēs Transliteration B: psilotēs Transliteration C: psilotis Beta Code: yilo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A bareness, τῆς γῆς Hp.Aër. 19, cf. Plu.Fab.11.    2 baldness, Id.Galb.27: pl., Artem.1.21.    3 smoothness, of a woman's body, Plu.2.651a; opp. τραχύτης, ib. 979a; opp. δασύτης, Arist.HA499a11.    II tenuity (cf. ψιλός VI. 2), opp. δασύτης, Id.Po.1456b32, D.H.Comp.14.    2 the spiritus lenis, Plb.10.47.10 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1400] ητος, ἡ, 1) Nacktheit, Kahlheit, Plut. Fab. 11 Galb. 27 u. sonst. – 2) bei den Gramm. der spiritus lenis, auch Pol. 10, 47, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλότης: -ητος, ἡ, γυμνότης, ἐπὶ πεδιάδος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλουτ. Φάβ. 11. 2) φαλακρότης, ὁ αὐσ. ἐν Γάλβ. 27· ― λειότης, ἐπὶ τοῦ γυναικείου σώματος, ὁ αὐτ. 2.651Α· ἀντίθετον τῷ τραχύτης, αὐτόθι 979Α· τῷ δασύτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 23. ΙΙ.ἡ ἔλλειψις δασέος πνεύματος (πρβλ. ψιλὸς VI. 2), ἀντίθετον τῷ δασύτης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. 2) ἡ ψιλή, τὸ ψιλὸν πνεῦμα, spiritus lenis, Πολύβ. 10, 47, 10.

French (Bailly abrégé)

ότητος (ἡ) :
1 manque de cheveux, calvitie ; manque de barbe;
2 nudité d’une plaine ou d’un champ sans arbres;
3 peau lisse ; en gén. surface lisse.
Étymologie: ψιλός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α ψιλός
1. η ιδιότητα του φαλακρού
2. (για γυναικείο σώμα) η ιδιότητα του λείου
3. γραμμ. έλλειψη δασέος πνεύματος, απουσία δασύτητας.

Greek Monotonic

ψῑλότης: -ητος, ἡ,
1. γύμνια, λέγεται για πεδιάδα, σε Πλούτ.
2. φαλακρότητα, στον ίδ.