ᾠοτόκος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(47c) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ᾠοτόκος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωοτόκα</i><br />ζώα που αναπαράγονται με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀγέλη]] [[ᾠοτόκος]]» — [[πλήθος]] πτηνών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> | |mltxt=-α, -ο / [[ᾠοτόκος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωοτόκα</i><br />ζώα που αναπαράγονται με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀγέλη]] [[ᾠοτόκος]]» — [[πλήθος]] πτηνών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[τερατοτόκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ον,
A oviparous, Arist.GA719a6, al.; of fish, Id.HA539a12, al.; ὄφιες Nic.Th.136; ἀγέλη ᾠ. poultry, AP9.286 (Marc.Arg.); τὰ ᾠ., opp. τὰ ζωοτόκα, Arist.HA489a34.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν ᾠά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 11, 4. κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 1, 4, κ ἀλλ.· ἐπὶ ὄψεων, Νικ. Θηρ. 136· ἀγέλη ᾠοτ., πλῆθος ὀρνίθων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 286· τὰ ᾠοτόκα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῳοτόκα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / ᾠοτόκος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
1. (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωοτόκα
ζώα που αναπαράγονται με ωοτοκία
αρχ.
φρ. «ἀγέλη ᾠοτόκος» — πλήθος πτηνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. τερατοτόκος.