χρυσόπρασος: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(47c) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />το [[χρυσοπράσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρασος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράσον]]), Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>chrysoprasus</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>chrysoprase</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>χρυσο</i>-[[πράσιο]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />το [[χρυσοπράσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρασος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράσον]]), Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>chrysoprasus</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>chrysoprase</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>χρυσο</i>-[[πράσιο]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρῡσόπρᾰσος:''' ὁ, [[πολύτιμος]] [[λίθος]] που έχει [[χρώμα]] χρυσοπράσινο, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A chrysoprase, a precious stone of golden-green colour, Apoc.21.20, cf. Plin. HN37.113.
German (Pape)
[Seite 1382] ὁ, der Chrysopras, ein Edelstein von goldgelber u. lauchgrüner Farbe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμός τις λίθος ἔχων χρῶμα πράσινον χρυσίζον, Ἀποκάλυψ. κα΄, 20· πρβλ. Πλίν. 37. 34, καὶ ἴδε χρυσοβήρυλλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chrysoprase, sorte de pierre précieuse d’un vert de poireau à reflets dorés.
Étymologie: χρυσός, πράσον.
English (Strong)
from χρυσός and prason (a leek); a greenish-yellow gem ("chrysoprase"): chrysoprase.
English (Thayer)
(χρυσοπρασον Lachmann), χρυσοπρασου, ὁ, (from χρυσός, and πράσον a leek), chrysoprase, a precious stone in color like a leek, of a translucent golden-green (cf. BB. DD., under the word; Riehm, HWB, under the word, Edelsteine 6): Revelation 21:20.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το χρυσοπράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρασος (< πράσον), Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chrysoprasus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chrysoprase), βλ. και λ. χρυσο-πράσιο].
Greek Monotonic
χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμος λίθος που έχει χρώμα χρυσοπράσινο, σε Καινή Διαθήκη