αγενής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀγενής]], -ές)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο μη [[ευγενικός]], [[απρεπής]], [[ανάγωγος]], [[χυδαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγέννητος]], [[αδημιούργητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατάγεται από ταπεινή [[οικογένεια]] (αντίθ. του [[ἀγαθός]])<br /><b>3.</b> [[άτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γένος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγένεια]], [[αγενικός]], [[άγενος]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀγενής]], -ές)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο μη [[ευγενικός]], [[απρεπής]], [[ανάγωγος]], [[χυδαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγέννητος]], [[αδημιούργητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατάγεται από ταπεινή [[οικογένεια]] (αντίθ. του [[ἀγαθός]])<br /><b>3.</b> [[άτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γένος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγένεια]], [[αγενικός]], [[άγενος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:16, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀγενής, -ές)
μσν.- νεοελλ.
ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος
αρχ.
1. αγέννητος, αδημιούργητος
2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. του ἀγαθός)
3. άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γένος.
ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός, άγενος].