ἀκριβολόγος: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[argumento sutil]] ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo <i>SHell</i>.799. | |dgtxt=-ου, ὁ [[argumento sutil]] ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo <i>SHell</i>.799. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Α [[ἀκριβολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με [[σαφήνεια]], με [[ακρίβεια]], που κυριολεκτεί<br /><b>2.</b> αυτός που ο [[λόγος]] του χαρακτηρίζεται από [[συνέπεια]], [[ενάργεια]] και [[ορθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκριβὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακριβολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκριβολογοῦμαι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβολογώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A precise in argument, in pl., Timo 25.2.
German (Pape)
[Seite 81] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐβολόγος: -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle avec précision.
Étymologie: ἀκριβής, λέγω³.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ argumento sutil ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo SHell.799.
Greek Monolingual
ο, η (Α ἀκριβολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί
2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ακριβολογία
αρχ.-μσν.
ἀκριβολογοῦμαι
νεοελλ.
ακριβολογώ].