ἀστάθμητος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de movimiento no constante o irregular]] ἀστέρες astros de curso u órbita irregular e.d. cometas</i> X.<i>Mem</i>.4.7.5, ἀ. στῆθος pecho jadeante</i> Charito 6.4.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[que no se está quieto]], [[inquieto]] [[ἄνθρωπος]] ὄρνις ἀ. Ar.<i>Au</i>.169<br /><b class="num">•</b>[[inconstante]] οἱ κακοί Pl.<i>Ly</i>.214c, δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τῶν πάντων D.19.136, τὸ ἀνθρώπειον Hld.5.4.7, ἄνθρωποι Plu.<i>Cic</i>.18.<br /><b class="num">2</b> [[impreciso]], [[no fiable]] σταθμή D.Chr.67.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[incierto]], [[imprevisible]] αἰών E.<i>Or</i>.981, τύχης ... ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85, ἀσταθμητότατον τύχης ἀνθρωπίνης κίνημα Hld.6.7.3, πρᾶγμα Hld.6.9.3, [[αἰτία]] Porph.<i>Abst</i>.1.9, γνώμη Aristaenet.1.28.9<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀστάθμητον [[la incertidumbre]], [[la imprevisibilidad]] τῆς ξυμφορᾶς Th.3.59, τοῦ μέλλοντος Th.4.62, τῆς τύχης D.C.44.27.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de una manera incierta]] φέρεται D.Chr.4.122. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de movimiento no constante o irregular]] ἀστέρες astros de curso u órbita irregular e.d. cometas</i> X.<i>Mem</i>.4.7.5, ἀ. στῆθος pecho jadeante</i> Charito 6.4.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[que no se está quieto]], [[inquieto]] [[ἄνθρωπος]] ὄρνις ἀ. Ar.<i>Au</i>.169<br /><b class="num">•</b>[[inconstante]] οἱ κακοί Pl.<i>Ly</i>.214c, δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τῶν πάντων D.19.136, τὸ ἀνθρώπειον Hld.5.4.7, ἄνθρωποι Plu.<i>Cic</i>.18.<br /><b class="num">2</b> [[impreciso]], [[no fiable]] σταθμή D.Chr.67.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[incierto]], [[imprevisible]] αἰών E.<i>Or</i>.981, τύχης ... ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85, ἀσταθμητότατον τύχης ἀνθρωπίνης κίνημα Hld.6.7.3, πρᾶγμα Hld.6.9.3, [[αἰτία]] Porph.<i>Abst</i>.1.9, γνώμη Aristaenet.1.28.9<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀστάθμητον [[la incertidumbre]], [[la imprevisibilidad]] τῆς ξυμφορᾶς Th.3.59, τοῦ μέλλοντος Th.4.62, τῆς τύχης D.C.44.27.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de una manera incierta]] φέρεται D.Chr.4.122. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστάθμητος]], -ον) [[σταθμώ]]<br /><b>1.</b> ο [[αζύγιστος]]<br /><b>2.</b> ο [[αβαρής]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)<br /><b>4.</b> ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κινητός]], ο [[άστατος]]<br /><b>2.</b> ο [[αβέβαιος]], ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀστάθμητον</i><br />η [[αβεβαιότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unsteady, unstable, ἀστέρες, = πλανῆται, X.Mem.4.7.5; of persons, ὁ δῆμος -ότατον πρᾶγμα D.19.136, cf. Ar.Av.169, Pl.Ly.214d; of life, ἀ. αἰών E.Or.981 (lyr.); τὸ ἀ. τοῦ μέλλοντος the uncertainty of... Th. 4.62; τῆς συμφορᾶς Id.3.59; τύχης -ότερον οὐδέν Ph.2.85. Adv. -τως D.Chr.4.122.
German (Pape)
[Seite 374] nicht festgestellt, beweglich, ἀστέρες ἀστ. καὶ πλανῆται Xen. Mem. 4, 7, 5; unbeständig, αἰών Eur. Or. 979; ἄνθρωπος Ar. Av. 169; vgl. Plat. Lys. 214 c; ὁ δῆμος ἀσταθμότατον πρᾶγμα τῶν πάντων Dem. 19, 136; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος Thuc. 4, 62, die Unsicherheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστάθμητος: -ον, ἄστατος, ἀσταθής, ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἀβεβαιότης αὐτοῦ…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.
Étymologie: ἀ, σταθμάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de movimiento no constante o irregular ἀστέρες astros de curso u órbita irregular e.d. cometas X.Mem.4.7.5, ἀ. στῆθος pecho jadeante Charito 6.4.5
•fig. que no se está quieto, inquieto ἄνθρωπος ὄρνις ἀ. Ar.Au.169
•inconstante οἱ κακοί Pl.Ly.214c, δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τῶν πάντων D.19.136, τὸ ἀνθρώπειον Hld.5.4.7, ἄνθρωποι Plu.Cic.18.
2 impreciso, no fiable σταθμή D.Chr.67.2
•fig. incierto, imprevisible αἰών E.Or.981, τύχης ... ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85, ἀσταθμητότατον τύχης ἀνθρωπίνης κίνημα Hld.6.7.3, πρᾶγμα Hld.6.9.3, αἰτία Porph.Abst.1.9, γνώμη Aristaenet.1.28.9
•τὸ ἀστάθμητον la incertidumbre, la imprevisibilidad τῆς ξυμφορᾶς Th.3.59, τοῦ μέλλοντος Th.4.62, τῆς τύχης D.C.44.27.2.
II adv. -ως de una manera incierta φέρεται D.Chr.4.122.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστάθμητος, -ον) σταθμώ
1. ο αζύγιστος
2. ο αβαρής
3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)
4. ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. ο κινητός, ο άστατος
2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστάθμητον
η αβεβαιότητα.