ἐπιστασία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />fonction de surveillant ; surveillance, direction.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφίστημι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />fonction de surveillant ; surveillance, direction.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφίστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιστασία]]<br />Α και ἐπιστασίη) [[επιστάτης]]<br /><b>1.</b> [[επίβλεψη]], [[επιτήρηση]]<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα της μοναχικής πολιτείας του Ἁγίου Όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπηρεσία]] από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική [[εξυπηρέτηση]] και [[λειτουργία]] ορισμένου τμήματος του σκάφους του πολεμικού ναυτικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνώριση]], [[διάγνωση]]<br /><b>2.</b> [[εξουσία]], [[διοίκηση]] («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>3.</b> [[επίθεση]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰσία Medium diacritics: ἐπιστασία Low diacritics: επιστασία Capitals: ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: epistasía Transliteration B: epistasia Transliteration C: epistasia Beta Code: e)pistasi/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ,

   A = ἐπίστασις 11.2, attention, care, ἐ. ποιεῖσθαί τινος Ph.1.192, cf. Phld.Rh.2.149 S.(prob.); ἐ. ἔχειν deserve attention, Ath.2.66b.    2. recognition, ἐς ἐ. τῆς νούσου ἀφικνεόμενοι Aret. SD1.6.    II. authority, dominion, πρὸς τὴν ἐ. αὐτῶν dominion over them, Str.8.5.5; τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐ. D.S. 20.32: abs., Plu.Luc.2, Nic.28; ἀρχικὴ ἐ. Stoic.3.158, cf. 2.339 (pl.).

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, = ἐπίστασις, 1) Aufmerksamkeit, Sp. ἐπιστασίαν ἔχειν, Aufm. verdienen, Ath. II, 66 d; vgl. Lob. zu Phryn. p. 528. – 2) das Amt eines ἐπιστάτης, Herrschaft, Strab. VIII, 365; τινός, Aufsicht über Jem., Plut. Alex. 7, neben ἀρχή de virt. mor. 1, der auch Lucull. 2 δεκτικώτερον ἐπιστασίας dem δυσαρκτότερον entgegensetzt; τῶν Καρχηδονίων D. Sic. 20, 32; übh. Amt, App.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἐπίστασις, ὡς ἐλασία ἢ ἕλασις, (πρβλ. Λοβ. Φρύν. 528), προσοχή, ἐπιμέλεια, φροντίς, ἔχει δὲ ἐπιστασίαν, εἶναι ἀξία προσοχῆς, Ἀθήν. 66Β· ἐπ. τῆς νόσου Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1 6. ΙΙ. διοίκησις, κυβέρνησις, πρὸς τὴν ἐπ. αὐτῶν Στράβ. 366, πρβλ. Διόδ. 20. 32· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 2, Νικ. 28, κτλ. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 51, 52 καὶ 510.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction de surveillant ; surveillance, direction.
Étymologie: ἐφίστημι.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστασία
Α και ἐπιστασίη) επιστάτης
1. επίβλεψη, επιτήρηση
2. φροντίδα, επιμέλεια
μσν.- νεοελλ.
φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα της μοναχικής πολιτείας του Ἁγίου Όρους
νεοελλ.
υπηρεσία από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική εξυπηρέτηση και λειτουργία ορισμένου τμήματος του σκάφους του πολεμικού ναυτικού
αρχ.
1. αναγνώριση, διάγνωση
2. εξουσία, διοίκηση («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», Διόδ. Σικ.)
3. επίθεση.