ἔξυπνος: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(T22)
(12)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)  
|txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξυπνος]], -ον) [[ύπνος]]<br />[[ξύπνιος]], αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί [[ακόμη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], [[προσεκτικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], αυτός που βρίσκεται σε πνευματική [[εγρήγορση]] και έχει [[ταχεία]] [[αντίληψη]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξυπνος Medium diacritics: ἔξυπνος Low diacritics: έξυπνος Capitals: ΕΞΥΠΝΟΣ
Transliteration A: éxypnos Transliteration B: exypnos Transliteration C: eksypnos Beta Code: e)/cupnos

English (LSJ)

ον,

   A awakened out of sleep, ἔ. γενέσθαι LXX 1 Es.3.3, Act.Ap.16.27, J.AJ11.3.2, Zos.Alch.p.118 B. Adv. -νως PGiss.1.19.4 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 890] aufgeweckt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξυπνος: -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, ἔξυπνος, «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réveillé.
Étymologie: ἐξ, ὕπνος.

English (Strong)

from ἐκ and ὕπνος; awake: X out of sleep.

English (Thayer)

ἐξυπνον (ὕπνος), roused out of sleep: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξυπνος, -ον) ύπνος
ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη
μσν.- νεοελλ.
1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός
2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη.