ἑτερόζηλος: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a d’autres goûts.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ζῆλος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a d’autres goûts.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ζῆλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτερόζηλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο [[υπέρ]] του ενός μέρους, ο [[μεροληπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[πλάστιγγα]]) αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αφοσιωμένος σε [[άλλη]] [[επιδίωξη]], αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικές τάσεις ή ορέξεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροζήλως</i><br />άδικα, μεροληπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζήλος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A zealous for one side. Adv. -λως unfairly, Hes.Th.544. II zealous in another pursuit, AP11.216 (Lucill.). 2 of different tastes, S.E.M.7.56.
German (Pape)
[Seite 1048] 1) dem Andern mehr geneigt, parteiisch, Eust. – Adv. ἑτεροζήλως, auf parteiische Weise, Hes. Th. 544. – 2) eine andere Kunst treibend, stch einer anderen Sache befleißigend, im Ggstz von ὁμόζηλος, Sext. Emp. adv. log. 1, 58; Lucill. 5 (XI, 2161.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόζηλος: -ον, ζηλωτὴς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς μέρους, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς ῥοπῆς πλάστιγγος, Εὐστ. Πονημάτ. 345. 35. ― Ἐπίρρ. ἑτεροζήλως, οὐχὶ δικαίως, Ἡσ. Θ, 544. ΙΙ. ζηλωτὴς ἑτέρου ἔργου, Ἀνθ. Π. 11. 216.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a d’autres goûts.
Étymologie: ἕτερος, ζῆλος.
Greek Monolingual
ἑτερόζηλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ του ενός μέρους, ο μεροληπτικός
μσν.
(για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος
αρχ.
1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα
2. αυτός που έχει διαφορετικές τάσεις ή ορέξεις.
επίρρ...
ἑτεροζήλως
άδικα, μεροληπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζήλος].