θηράσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui peut être poursuivi, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]].
|btext=ος, ον :<br />qui peut être poursuivi, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θηράσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει [[κάποιος]] («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]] ή απ' ευθείας <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηράσιμος Medium diacritics: θηράσιμος Low diacritics: θηράσιμος Capitals: ΘΗΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: thērásimos Transliteration B: thērasimos Transliteration C: thirasimos Beta Code: qhra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A to be hunted down, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους A.Pr.858.

German (Pape)

[Seite 1209] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.

Greek (Liddell-Scott)

θηράσιμος: -ᾱ, -ον, (θηράω) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut être poursuivi, recherché.
Étymologie: θηράω.

Greek Monolingual

θηράσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ' ευθείας < θήρα.