ἱεροσύλημα: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_21) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροσύλημα''': τό, [[ἱερόσυλος]] [[διαρπαγή]], κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, [[ἱεροσυλία]], γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ». | |lstext='''ἱεροσύλημα''': τό, [[ἱερόσυλος]] [[διαρπαγή]], κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, [[ἱεροσυλία]], γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἱεροσύλημα]]) [[ιεροσυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντικείμενο]] που προέρχεται από [[ιεροσυλία]], το [[ιερό]] [[αντικείμενο]] που έχει κλαπεί από ναό<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[ιεροσυλώ]], [[κλοπή]] ή [[διαρπαγή]] ιερών αντικειμένων, [[ιεροσυλία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sacrilegious plunder, LXX 2 Ma.4.39; sacrilege, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1243] τό, das aus einem Tempel Geraubte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροσύλημα: τό, ἱερόσυλος διαρπαγή, κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσυλία, γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ».
Greek Monolingual
το (Α ἱεροσύλημα) ιεροσυλώ
νεοελλ.
το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό
αρχ.
η ενέργεια του ιεροσυλώ, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία.