καῖρος: Difference between revisions
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(6_1) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καῖρος''': (Α), ὁ «[[καῖρος]] δέ φασι καίρωμα, τὸ [[διάπλεγμα]], ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων [[ὅπου]] δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - [[ἐντεῦθεν]] «καιρῶσαι, ([[καιρόω]]) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ [[σύνδεσις]] τοῦ στήμονος, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 33˙ καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295˙ καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ [[ὑφάντρια]], [[αὐτόθι]] 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. [[καιροσέων]]. | |lstext='''καῖρος''': (Α), ὁ «[[καῖρος]] δέ φασι καίρωμα, τὸ [[διάπλεγμα]], ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων [[ὅπου]] δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - [[ἐντεῦθεν]] «καιρῶσαι, ([[καιρόω]]) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ [[σύνδεσις]] τοῦ στήμονος, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 33˙ καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295˙ καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ [[ὑφάντρια]], [[αὐτόθι]] 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. [[καιροσέων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=καῑρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> τα λεπτά [[σχοινιά]] στο [[αντί]] του αργαλειού όπου δένονται τα [[άκρα]] του στημονιού<br /><b>2.</b> το [[διάπλεγμα]] που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το [[μιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>sari</i>-<i>k</i><sup>c</sup> «[[ταινία]], [[σχοινί]]» και <i>sard</i> «[[αράχνη]]», [[οπότε]] θα αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[σχοινί]], [[κλωστή]] υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η [[έννοια]] του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην [[άποψη]] ότι η λ. [[καιρός]] προέρχεται από το [[καῖρος]] με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «[[χρονικός]] [[κόμβος]]», «ακριβές [[χρονικό]] [[σημείο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιρία]], [[καιρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιροδαπιστής]], [[καιροσπάθητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ (on the accent v. Eust.907.13),
A row of thrums in the loom, to which the threads of the warp are attached, ravel, Ael. Dion.Fr.400, Phot.:—hence καιρ-όω, make fast these threads:
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, die Schnüre am Webstuhl, welche die Fäden der Kette oder des Aufzuges parallel neben einander befestigen u. verhindern, daß sie unter einander gerathen, Eust. Vgl. καιρόω.
Greek (Liddell-Scott)
καῖρος: (Α), ὁ «καῖρος δέ φασι καίρωμα, τὸ διάπλεγμα, ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων ὅπου δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - ἐντεῦθεν «καιρῶσαι, (καιρόω) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ σύνδεσις τοῦ στήμονος, Πολυδ. Ζ΄, 33˙ καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295˙ καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ ὑφάντρια, αὐτόθι 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. καιροσέων.
Greek Monolingual
καῑρος, ὁ (Α)
1. τα λεπτά σχοινιά στο αντί του αργαλειού όπου δένονται τα άκρα του στημονιού
2. το διάπλεγμα που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το μιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. sari-kc «ταινία, σχοινί» και sard «αράχνη», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker- «σχοινί, κλωστή υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η έννοια του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην άποψη ότι η λ. καιρός προέρχεται από το καῖρος με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «χρονικός κόμβος», «ακριβές χρονικό σημείο».
ΠΑΡ. αρχ. καιρία, καιρώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. καιροδαπιστής, καιροσπάθητος.