καταπειθής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />docile.<br />'''Étymologie:''' [[καταπείθω]].
|btext=ής, ές :<br />docile.<br />'''Étymologie:''' [[καταπείθω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπειθής]], -ες (Α)<br />[[ευπειθής]], [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], [[πρόθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πείθομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>πειθής</i>, <i>ευ</i>-<i>πειθής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπειθής Medium diacritics: καταπειθής Low diacritics: καταπειθής Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: katapeithḗs Transliteration B: katapeithēs Transliteration C: katapeithis Beta Code: katapeiqh/s

English (LSJ)

ές,

   A obedient, τινι Ph.2.118, J.AJ2.4.2, al., Plu.2.5c.

German (Pape)

[Seite 1368] ές, gehorsam, Plut. ed. lib. 7 Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταπειθής: -ές, εὐπειθής, ὑπήκοος, πειθήνιος, τινὶ Φίλων 2. 118, Πλούτ. 2. 5C· καταπειθῆ τοῦ λαβεῖν Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
docile.
Étymologie: καταπείθω.

Greek Monolingual

καταπειθής, -ες (Α)
ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επι-πειθής, ευ-πειθής].