γυμνής: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆτος, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[soldado de infantería ligera]] ὑμεῖς, δ' ὦ γυμνῆτες Tyrt.7.35, πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο Hdt.9.63, cf. E.<i>Ph</i>.1147, <i>Rh</i>.313, ἔχων ... γυμνῆτας δὲ πεντακοσίους X.<i>An</i>.1.2.3, cf. 3.4.26, 4.1.6, 4.1.28, <i>Hell.Oxy</i>.11.6, Luc.<i>Zeux</i>.8, Synes.<i>Regn</i>.13, Hsch.s.u. γυμνῆτες, Sch.D.T.542.7.<br /><b class="num">2</b> οἱ γυμνῆτες los siervos</i> en Argos, Poll.3.83, St.Byz.s.u. Χίος, Eust.<i>in D.P</i>.533.<br /><b class="num">3</b> οἱ γυμνῆτες [[los desnudos]] ref. a los filósofos cínicos en juego de palabras c. I 1, D.Chr.35.3<br /><b class="num">•</b>n. que se daba a los ascetas de la India, Str.15.1.70.<br /><b class="num">II</b> tard. como adj. [[desnudo]] γυμνῆτα βίον ἔχοντες δι' αἰῶνος viven siempre desnudos</i> D.S.3.8<br /><b class="num">•</b>p. ext. [[pobre]] que carecen hasta de vestido (ὁ Ἄρης) ποιεῖ ... γυμνῆτας, ἐπαίτας Vett.Val.64.9. | |dgtxt=-ῆτος, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[soldado de infantería ligera]] ὑμεῖς, δ' ὦ γυμνῆτες Tyrt.7.35, πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο Hdt.9.63, cf. E.<i>Ph</i>.1147, <i>Rh</i>.313, ἔχων ... γυμνῆτας δὲ πεντακοσίους X.<i>An</i>.1.2.3, cf. 3.4.26, 4.1.6, 4.1.28, <i>Hell.Oxy</i>.11.6, Luc.<i>Zeux</i>.8, Synes.<i>Regn</i>.13, Hsch.s.u. γυμνῆτες, Sch.D.T.542.7.<br /><b class="num">2</b> οἱ γυμνῆτες los siervos</i> en Argos, Poll.3.83, St.Byz.s.u. Χίος, Eust.<i>in D.P</i>.533.<br /><b class="num">3</b> οἱ γυμνῆτες [[los desnudos]] ref. a los filósofos cínicos en juego de palabras c. I 1, D.Chr.35.3<br /><b class="num">•</b>n. que se daba a los ascetas de la India, Str.15.1.70.<br /><b class="num">II</b> tard. como adj. [[desnudo]] γυμνῆτα βίον ἔχοντες δι' αἰῶνος viven siempre desnudos</i> D.S.3.8<br /><b class="num">•</b>p. ext. [[pobre]] que carecen hasta de vestido (ὁ Ἄρης) ποιεῖ ... γυμνῆτας, ἐπαίτας Vett.Val.64.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γυμνής]] (-ῆτος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>Γυμνῆτες</i>, οι<br />οι Γυμνοσοφιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυμνός]], [[κατά]] το <i>κουρήτες</i> κ.λπ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ,
A = γυμνός, βίος D.S.3.8. II Subst., light-armed foot-soldier, Tyrt.11.35, Hdt.9.63, E.Ph.1147, X.An.4.1.28, Hell.Oxy.6.5. 2 in pl., γυμνῆτες, οἱ, Argive serfs, Poll.3.83, Et.Gud.; also γυμνήσιοι, οἱ, St.Byz.s.v.Χίος, Eust.adD.P.533. 3 = Γυμνοσοφισταί, Str.15.1.70.
German (Pape)
[Seite 509] ῆτος, ὁ, = γυμνός, βίος D. Sic. 3, 8; besleicht bewaffneter Soldat, = γυμνήτης, was sich auch als v. l. im plur. oft daneben findet, Her. 9, 63; Eur. Phoen. 1147; Xen. oft.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνής: ῆτος, ὁ,= γυμνός, Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς στρατιώτης, εὔζωνος, Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, ὥσπερ οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., Πολυδ. Γ, 83· ὡσαύτως γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= Γυμνοσοφισταί, Στράβων 719· ἐντεῦθεν γημνῆτις σοφία, ἡ φιλοσοφία των, Πλούτ. 2. 322Β.
French (Bailly abrégé)
ῆτος;
adj.
nu ; armé à la légère ; subst. ὁ γυμνής soldat armé à la légère.
Étymologie: γυμνός.
Spanish (DGE)
-ῆτος, ὁ
I 1soldado de infantería ligera ὑμεῖς, δ' ὦ γυμνῆτες Tyrt.7.35, πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο Hdt.9.63, cf. E.Ph.1147, Rh.313, ἔχων ... γυμνῆτας δὲ πεντακοσίους X.An.1.2.3, cf. 3.4.26, 4.1.6, 4.1.28, Hell.Oxy.11.6, Luc.Zeux.8, Synes.Regn.13, Hsch.s.u. γυμνῆτες, Sch.D.T.542.7.
2 οἱ γυμνῆτες los siervos en Argos, Poll.3.83, St.Byz.s.u. Χίος, Eust.in D.P.533.
3 οἱ γυμνῆτες los desnudos ref. a los filósofos cínicos en juego de palabras c. I 1, D.Chr.35.3
•n. que se daba a los ascetas de la India, Str.15.1.70.
II tard. como adj. desnudo γυμνῆτα βίον ἔχοντες δι' αἰῶνος viven siempre desnudos D.S.3.8
•p. ext. pobre que carecen hasta de vestido (ὁ Ἄρης) ποιεῖ ... γυμνῆτας, ἐπαίτας Vett.Val.64.9.
Greek Monolingual
γυμνής (-ῆτος), ο (Α)
1. στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος
2. πληθ. Γυμνῆτες, οι
οι Γυμνοσοφιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός, κατά το κουρήτες κ.λπ.].