καταχθής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰταχθής''': -ές, ([[ἄχθος]]) [[κατάφορτος]], [[πλήρης]] ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044˙ καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322˙ λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.
|lstext='''κᾰταχθής''': -ές, ([[ἄχθος]]) [[κατάφορτος]], [[πλήρης]] ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044˙ καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322˙ λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταχθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάφορτος]] («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.)<br /><b>2.</b> παραφορτωμένος<br /><b>3.</b> [[βαρύς]] («καταχθῆ [[λάαν]]» — [[βαριά]] [[πέτρα]], <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>αχθής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αχθής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχθής Medium diacritics: καταχθής Low diacritics: καταχθής Capitals: ΚΑΤΑΧΘΗΣ
Transliteration A: katachthḗs Transliteration B: katachthēs Transliteration C: katachthis Beta Code: kataxqh/s

English (LSJ)

ές, (ἄχθος)

   A loaded with, καρποῖο Arat.1044; laden, surcharged, γαστήρ Nic.Al. 322.    II heavy, λᾶαν Nonn.D.40.517.

German (Pape)

[Seite 1391] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 λᾶας, lastend, schwer.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰταχθής: -ές, (ἄχθος) κατάφορτος, πλήρης ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044˙ καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322˙ λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.

Greek Monolingual

καταχθής, -ές (Α)
1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.)
2. παραφορτωμένος
3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» — βαριά πέτρα, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επ-αχθής, υπερ-αχθής].